-
101 ἐνέσκηψαν
-
102 ενέσκηψε
-
103 ἐνέσκηψε
-
104 ενέσκηψεν
-
105 ἐνέσκηψεν
-
106 επενσκήψασα
-
107 ἐπενσκήψασα
-
108 επενσκήψασαν
-
109 ἐπενσκήψασαν
-
110 παρενσκήπτοντος
παρά-ἐνσκήπτωhurl: pres part act masc /neut gen sg -
111 παρενέσκηπτεν
παρά-ἐνσκήπτωhurl: imperf ind act 3rd sg -
112 ἐνσκίμπτω
A lean upon, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, of horses hanging their heads in grief for their master's loss, Il.17.437; fix, plant in,βέλος ἐνισκ. τινί A.R.3.153
; ἐ. βολῇσι smite with its beams, of dawn, Id.4.113:— [voice] Pass., stick in,δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Il.16.612
.II hurl upon one,κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Pi.P.3.58
(v.l. ἐνέσκηψε); ὁππότ' ἀνίας.. πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες A.R.3.765
; of a snake,ἐνισκ. ἰόν Nic.Th. 140
; βλοσυρὸν δάκος ib. 336.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνσκίμπτω
См. также в других словарях:
ἐνσκήπτω — hurl pres subj act 1st sg ἐνσκήπτω hurl pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενσκήπτω — ενσκήπτω, ενέσκηψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενσκήπτω — (AM ἐνσκήπτω, Α και επικ. τ. ἐνισκήπτω) [σκήπτω] 1. πέφτω ξαφνικά, ορμητικά 2. (για αρρώστια) προσβάλλω ξαφνικά μεγάλο αριθμό ατόμων («ενέσκηψε επιδημία») αρχ. 1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω 2. παρουσιάζομαι ξαφνικά σαν κακό … Dictionary of Greek
ενσκήπτω — ενέσκηψα, αμτβ., πέφτω μέσα ή πάνω σε κάτι ξαφνικά και ορμητικά: Ενέσκηψε θύελλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνισκήψουσι — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκήψῃ — ἐνσκήπτω hurl aor subj mid 2nd sg ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd sg ἐνσκήπτω hurl fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκήψουσι — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκήψουσιν — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκηπτόντων — ἐνσκήπτω hurl pres part act masc/neut gen pl ἐνσκήπτω hurl pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκηψάντων — ἐνσκήπτω hurl aor part act masc/neut gen pl ἐνσκήπτω hurl aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκῆπτον — ἐνσκήπτω hurl pres part act masc voc sg ἐνσκήπτω hurl pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)