Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐνσκήπτω

  • 1 вламываться

    вламываться
    несов разг ἐΐσορμώ, μπουκάρω, μπαίνω ἀπότομα, ἐνσκήπτω:
    \вламываться в дверь παραβιάζω τήν πόρτα.

    Русско-новогреческий словарь > вламываться

  • 2 нагряиуть

    нагряиу||ть
    сов разг ἐρχομαι ξαφνικά, πλακώνω, ἐνσκήπτω:
    \нагряиутьла беда μας βρήκε ἀναπάντεχα τό κακό.

    Русско-новогреческий словарь > нагряиуть

  • 3 налетать

    налетать
    несов, налететь сов
    1. ρίχνομαι, πέφτω ἐπάνω, ἐπιπίπτω, ἐπιτίθεμαι / σηκώνομαι, ἐνσκήπτω (о ветре и т. п.):
    налетел ураган ἐνέσκηψε καταιγίδα· налетело много комаров μαζεύτηκαν (или μπήκαν) πολλά κουνούπια· в окно́ налетело много пыли ἀπό τό παράθυρο μπήκε πολλή σκονή·
    2. перен (наталкиваться) разг τρακάρω, πέφτω πάνω:
    \налетать на столб πέφτω πάνω στό τηλεγραφόξυ-λο·
    3. (нападать) ἐπιτίθεμαι:
    ко́ниица налетела с фла́нга τό ίππικό ἐπιτέθηκε ἀπό τά πλάγια.

    Русско-новогреческий словарь > налетать

  • 4 завернуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•

    завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.

    2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•

    завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•

    завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).

    3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•

    завернуть налево στρίβω αριστερά.

    4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•

    он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.

    5. βιδώνω•

    завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.

    || κλείνω, σταματώ, σβήνω•

    завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•

    завернуть газ σβήνω το φωταέριο.

    6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•

    -ли морозы έπεσε παγετός.

    1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•

    -в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•

    завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.

    2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.
    3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•

    кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).

    Большой русско-греческий словарь > завернуть

  • 5 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 6 налететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώντας πέφτω επάνω, επιπίπτω. || τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα προσκρούω•

    автомобиль -л на столб το αυτοκίνητο προσέκρουσε στο στύλο.

    || μτφ. συναντώ, τρακάρω•

    налететь на подлеца πέφτω σε παλιάνθρωπο.

    2. ορμώ, επιτίθεμαι από τον αέρα.
    3. εισορμώ. || ρίχνομαι λαίμαργα.
    4. μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, απειλές κ.τ.τ.
    5. (για άνεμο, θύελλα) ενσκήπτω. || καταλαμβάνομαι, κυρι|εύομαι (από αισθήματα, πάθη κ.τ.τ.).
    6. εισβάλλω, πέφτω•

    на южные районы -ла саранча στις νότιες περιοχές έπεσε ακρίδα.

    7. επικάθομαι, συσσωρεύομαι, μαζεύομαι•

    на сткла -ла пыль στα τζάμια κάθησε σκόνη.

    || συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι από τα πέριξ.

    Большой русско-греческий словарь > налететь

  • 7 привалить

    -алю -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приваленный, βρ: -лен -а -о ρ.σ.
    1. μ. σπρώχνω, ωθώ•

    привалить камень ко входу σπρώχνω πέτρα στην είσοδο.

    || ακουμπώ, στηρίζω-
    2. (ναυτ.) αράζω, ορμίζω πλοίο.
    3. έρχομαι, φτάνω. || καταφτάνω• συγκεντρώνομαι. || μτφ. επέρχομαι, ενσκήπτω.
    1. ακουμπώ, στηρίζομαι.
    2. αράζω, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ.
    3. έρχομαι, φτάνω.

    Большой русско-греческий словарь > привалить

См. также в других словарях:

  • ἐνσκήπτω — hurl pres subj act 1st sg ἐνσκήπτω hurl pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενσκήπτω — ενσκήπτω, ενέσκηψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενσκήπτω — (AM ἐνσκήπτω, Α και επικ. τ. ἐνισκήπτω) [σκήπτω] 1. πέφτω ξαφνικά, ορμητικά 2. (για αρρώστια) προσβάλλω ξαφνικά μεγάλο αριθμό ατόμων («ενέσκηψε επιδημία») αρχ. 1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω 2. παρουσιάζομαι ξαφνικά σαν κακό …   Dictionary of Greek

  • ενσκήπτω — ενέσκηψα, αμτβ., πέφτω μέσα ή πάνω σε κάτι ξαφνικά και ορμητικά: Ενέσκηψε θύελλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνισκήψουσι — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισκήψῃ — ἐνσκήπτω hurl aor subj mid 2nd sg ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd sg ἐνσκήπτω hurl fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσκήψουσι — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσκήψουσιν — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσκηπτόντων — ἐνσκήπτω hurl pres part act masc/neut gen pl ἐνσκήπτω hurl pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσκηψάντων — ἐνσκήπτω hurl aor part act masc/neut gen pl ἐνσκήπτω hurl aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσκῆπτον — ἐνσκήπτω hurl pres part act masc voc sg ἐνσκήπτω hurl pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»