-
61 ἐνσκήπτοντας
-
62 ενσκήπτοντες
-
63 ἐνσκήπτοντες
-
64 ενσκήπτοντος
-
65 ἐνσκήπτοντος
-
66 ενσκήπτουσαι
-
67 ἐνσκήπτουσαι
-
68 ενσκήπτων
-
69 ἐνσκήπτων
-
70 ενσκήψαντας
-
71 ἐνσκήψαντας
-
72 ενσκήψαντες
-
73 ἐνσκήψαντες
-
74 ενσκήψαντι
-
75 ἐνσκήψαντι
-
76 ενσκήψαντος
-
77 ἐνσκήψαντος
-
78 ενσκήψας
-
79 ἐνσκήψας
-
80 ενσκήψασα
См. также в других словарях:
ἐνσκήπτω — hurl pres subj act 1st sg ἐνσκήπτω hurl pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενσκήπτω — ενσκήπτω, ενέσκηψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενσκήπτω — (AM ἐνσκήπτω, Α και επικ. τ. ἐνισκήπτω) [σκήπτω] 1. πέφτω ξαφνικά, ορμητικά 2. (για αρρώστια) προσβάλλω ξαφνικά μεγάλο αριθμό ατόμων («ενέσκηψε επιδημία») αρχ. 1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω 2. παρουσιάζομαι ξαφνικά σαν κακό … Dictionary of Greek
ενσκήπτω — ενέσκηψα, αμτβ., πέφτω μέσα ή πάνω σε κάτι ξαφνικά και ορμητικά: Ενέσκηψε θύελλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνισκήψουσι — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκήψῃ — ἐνσκήπτω hurl aor subj mid 2nd sg ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd sg ἐνσκήπτω hurl fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκήψουσι — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκήψουσιν — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκηπτόντων — ἐνσκήπτω hurl pres part act masc/neut gen pl ἐνσκήπτω hurl pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκηψάντων — ἐνσκήπτω hurl aor part act masc/neut gen pl ἐνσκήπτω hurl aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσκῆπτον — ἐνσκήπτω hurl pres part act masc voc sg ἐνσκήπτω hurl pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)