-
1 ενοφθαλμιαζομαι
с.-х. поддаваться прививке -
2 ἐνοφθαλμιάζομαι
A admit of being inoculated, Plu.2.640b tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνοφθαλμιάζομαι
См. также в других словарях:
ενοφθαλμιάζομαι — ἐνοφθαλμιάζομαι (Α) (για δέντρα) επιδέχομαι ενοφθαλισμό, εγκεντρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού ενοφθαλμίζομαι < εν + οφθαλμίζομαι < οφθαλμός] … Dictionary of Greek