-
1 ενοφθαλμιαζομαι
с.-х. поддаваться прививке
См. также в других словарях:
ενοφθαλμιάζομαι — ἐνοφθαλμιάζομαι (Α) (για δέντρα) επιδέχομαι ενοφθαλισμό, εγκεντρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού ενοφθαλμίζομαι < εν + οφθαλμίζομαι < οφθαλμός] … Dictionary of Greek