-
1 ἐννα-έτις
-
2 ἐνναέτις
См. также в других словарях:
μουνοέτις — μουνοέτις, ιδος, ἡ (Α) ιων. τ. αυτή που έχει ηλικία ενός έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος + έτις (θηλ. τού έτης < ἔτος), πρβλ. εννα έτις, επτα έτις] … Dictionary of Greek
1 ἐννα-έτις
2 ἐνναέτις
μουνοέτις — μουνοέτις, ιδος, ἡ (Α) ιων. τ. αυτή που έχει ηλικία ενός έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος + έτις (θηλ. τού έτης < ἔτος), πρβλ. εννα έτις, επτα έτις] … Dictionary of Greek