-
1 ενιεμένης
ἐνίημιsend in: pres part mid fem gen sg (attic epic ionic)ἐνίημιsend in: aor part mid fem gen sg (attic epic ionic)——————ἐνίημιsend in: pres part mid fem dat pl (epic)ἐνίημιsend in: aor part mid fem dat pl (epic) -
2 ἐνιεμένης
Βλ. λ. ενιεμένης -
3 ἐνιεμένῃς
Βλ. λ. ενιεμένης -
4 ἔνεσις
См. также в других словарях:
ἐνιεμένης — ἐνίημι send in pres part mid fem gen sg (attic epic ionic) ἐνίημι send in aor part mid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιεμένῃς — ἐνίημι send in pres part mid fem dat pl (epic) ἐνίημι send in aor part mid fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek