-
1 ενθρωσκω
(fut. ἐνθοροῦμαι, aor. 2 ἐνέθορον - эп. ἔνθορον)1) вскакивать, прыгать(βουσί Hom. - in tmesi; τάφῳ Eur.)
2) бросаться, устремляться(πόντῳ Hom.)
3) врываться(ὁμίλῳ Hom.)
4) вспыхивать(πῦρ ἐνθορὸν ἀΐστωσεν ὕλαν Pind.)
-
2 ενθορον
-
3 επενθρωσκω
(part. aor. 2 ἐπενθορών) вскакивать, бросаться (на что-л.)(σέλμασι ναῶν Aesch.; ἄνω Soph.)
ἐ. ἐπί τινα Soph. — устремляться на кого-л.
См. также в других словарях:
ενθρώσκω — ἐνθρῴσκω (Α) [θρῴσκω] πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι, εισορμώ, εισπηδώ («Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
επενθρώσκω — ἐπενθρῴσκω (Α) τινάζομαι, πηδώ πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («σέλμασιν ναῶν ἐπενθορόντες ἄλλος ἄλλοσε», Αισχύλ.) 2. επιτίθεμαι («ἔνοπλος γὰρ ἐπ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθρώσκω «εφορμώ»] … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek