-
1 ενηλλαγμένως
ἐναλλάσσωexchange: perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)ἐνηλλαγμένωςreversely: indeclform (adverb) -
2 ἐνηλλαγμένως
ἐναλλάσσωexchange: perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)ἐνηλλαγμένωςreversely: indeclform (adverb) -
3 ἐνηλλαγμένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνηλλαγμένως
-
4 ἐνηλλαγμένως
ἐν-ηλλαγμένως, verwechselt, vertauscht -
5 ἀλλάξ
ἀλλάξ, Adv.A = ἐνηλλαγμένως, Hsch. -
6 ἀλλάσσω
ἀλλάσσω, - άττωGrammatical information: v.Meaning: `change, alter' (Hom.).Other forms: Aor. ἀλλάξαι.Derivatives: ἀλλαγή (cf. ἀλλαγῆναι) `change' (A.); ἀλλάξ ἐνηλλαγμένως H., ἐπ-, παρ-, ἀμφ-αλλάξ (Hp., Th., S., X. usw.).Origin: IE [Indo-European] Gr.Etymology: ἀλλάσσω is derived from ἄλλος, through a stem in a velar ( ἀλλάξ? ἀλλαχοῦ, - χῆ?; direct connection is not probable, however) or with a suffix - άσσω. Cf. Debrunner IF 21, 218f., 227, Schwyzer 725: 4.Page in Frisk: 1,75-76Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλλάσσω
См. также в других словарях:
ενηλλαγμένως — ἐνηλλαγμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. ενηλλαγμένος τού παθ. παρακμ. τού εναλλάσσω) 1. κατά αντίστροφη θέση ή σειρά 2. αμοιβαία, εναλλάξ («ἐνηλλαγμένως τοῑς ποσὶν ἵστασθαι» πότε με το ένα, πότε με το άλλο πόδι εναλλάξ, Προκόπ. Γαζ.) 3. παραλλαγμένα … Dictionary of Greek
ἐνηλλαγμένως — ἐναλλάσσω exchange perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐνηλλαγμένως reversely indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετηρημένως — Α επίρρ. με προσοχή, προσεχτικά («ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετηρημένος τού τηρῶ «προσέχω, επιτηρώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
τραπέμπαλιν — Α επίρρ. 1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως» 3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ ἀριστερᾷ ὑπεναντίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ τής συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. τρέπω* (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τράπ ην) + … Dictionary of Greek