-
1 ενεχυρασια
-
2 ἐνεχυρασία
ἐνεχῠρ-ᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεχυρασία
-
3 ἐνεχυρασία
ἐν-εχυρασία, ἡ, das Auspfänden, die Pfändung; εἶναί τινι ἐνεχυρασίαν ἔκ τινος, er habe das Recht dazu -
4 ενεχυρασμος
-
5 ἐν-εχυρασμός
ἐν-εχυρασμός, ὁ, = ἐνεχυρασία, Plut. Coriol. 5.
-
6 ενεχυρασίαις
-
7 ἐνεχυρασίαις
-
8 ενεχυρασίαν
-
9 ἐνεχυρασίαν
-
10 ψευδενεχυρασία
ψευδ-ενεχῠρᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδενεχυρασία
-
11 ἐνεχυρασμός
ἐνεχῠρ-ασμός, ὁ,A = ἐνεχυρασία, LXXEz.18.7, Plu.Cor.5 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεχυρασμός
См. также в других словарях:
ενεχυρασία — ἐνεχυρασία, η (Α) λήψη ενεχύρου για εξασφάλιση τής οφειλής («βουλόμενος τήν ἐνεχυρασίαν μου ποιήσασθαι», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
Взятие залога — • Ένεχυρασία или ενεχυρασμός (ενεχυράζειν, ενέχυρα λαβει̃ν или φέρειν), принудительный способ конфискации против ответчика, приговоренного к уплате денег истцу, если он не делал уплаты в назначенный срок (ύπερήμερος) или если какой … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
ενεχυρασμός — ἐνεχυρασμός, ο (Α) [ενεχυράζω] 1. λήψη ενεχύρου για εξασφάλιση χρέους, ενεχυρασία 2. συνεκδ. το αντικείμενο που δίνεται για ενέχυρο … Dictionary of Greek
ἐνεχυρασίαις — ἐνεχυρᾱσίαις , ἐνεχυρασία taking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυρασίαν — ἐνεχυρᾱσίᾱν , ἐνεχυρασία taking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)