-
1 ενετήρ
-
2 ἐνετήρ
-
3 ενετήρ
(-ήρος) ο1) мед. клизма; 2) тех маслёнка -
4 ἐνετήρ
A clyster-syringe, Cass.Fel.48, Alex.Trall. 8.2; περὶ ἐνετήρων on clysters, Sever. Clyst.tit., cf. Steph.in Gal.1.331 D.II siege-engine of war for hurling projectiles, Ph.Bel.91.45, 100.18. -
5 ἐνετήρ
-
6 eneter
-
7 ενετήρα
-
8 ἐνετῆρα
-
9 ενετήρας
-
10 ἐνετῆρας
-
11 ενετήρι
-
12 ἐνετῆρι
-
13 ενετήρος
-
14 ἐνετῆρος
-
15 ενετήρσι
-
16 ἐνετῆρσι
-
17 ενετήρσιν
-
18 ἐνετῆρσιν
-
19 ενετήρων
-
20 ἐνετήρων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐνετήρ — clyster syringe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρα — ἐνετήρ clyster syringe masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρας — ἐνετήρ clyster syringe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρι — ἐνετήρ clyster syringe masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρος — ἐνετήρ clyster syringe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρσι — ἐνετήρ clyster syringe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετῆρσιν — ἐνετήρ clyster syringe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετήρων — ἐνετήρ clyster syringe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενετήρας — ο (Α ἐνετήρ) [ενίημι] νεοελλ. δοχείο λαδιού με μακρύ ράμφος για λίπανση μηχανής, λαδωτήρι αρχ. 1. ο σωλήνας τού κλυστηριού*, κλυστήρας* 2. βλητική πολιορκητική μηχανή … Dictionary of Greek