Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνετήρ

См. также в других словарях:

  • ἐνετήρ — clyster syringe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετῆρα — ἐνετήρ clyster syringe masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετῆρας — ἐνετήρ clyster syringe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετῆρι — ἐνετήρ clyster syringe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετῆρος — ἐνετήρ clyster syringe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετῆρσι — ἐνετήρ clyster syringe masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετῆρσιν — ἐνετήρ clyster syringe masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετήρων — ἐνετήρ clyster syringe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενετήρας — ο (Α ἐνετήρ) [ενίημι] νεοελλ. δοχείο λαδιού με μακρύ ράμφος για λίπανση μηχανής, λαδωτήρι αρχ. 1. ο σωλήνας τού κλυστηριού*, κλυστήρας* 2. βλητική πολιορκητική μηχανή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»