-
1 ενεργης
-
2 ἐνεργής
{прил., 3}действенный, деятельный, производительный (1Кор. 16:9; Флм. 1:6; Евр. 4:12).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐνεργής
-
3 ενεργής
{прил., 3}действенный, деятельный, производительный (1Кор. 16:9; Флм. 1:6; Евр. 4:12).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ενεργής
-
4 ἐνεργὴς
действеннаядейственное ἐνεργήςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐνεργὴς
-
5 ἐνεργής
действеннаяἐνεργὴςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐνεργής
-
6 ἐνεργής
действенный, деятельный, производительный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐνεργής
-
7 1756
{прил., 3}действенный, деятельный, производительный (1Кор. 16:9; Флм. 1:6; Евр. 4:12).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1756
См. также в других словарях:
ενεργής — ἐνεργής, ές (Α) μσν. οξύς, ισχυρός αρχ. 1. δραστήριος, αποτελεσματικός («προῆγον ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ἐνεργῆ ποιούμενοι τὴν ἐφοδον», Πολ.) 2. (για φάρμακο) δραστικός 3. εύφορος, καρποφόρος, αποδοτικός … Dictionary of Greek
ἐνεργής — active masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργῇς — ἐνεργέω to be in action pres subj act 2nd sg ἐνεργέω to be in action pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργῆ — ἐνεργής active neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐνεργής active masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐνεργής active masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργέστερον — ἐνεργής active adverbial comp ἐνεργής active masc acc comp sg ἐνεργής active neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργεστάτων — ἐνεργής active fem gen superl pl ἐνεργής active masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργεστέρων — ἐνεργής active fem gen comp pl ἐνεργής active masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργεστέρως — ἐνεργής active masc acc comp pl (doric) ἐνεργής active comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργέα — ἐνεργής active neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐνεργής active masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργές — ἐνεργής active masc/fem voc sg ἐνεργής active neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργέστατα — ἐνεργής active adverbial superl ἐνεργής active neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)