-
1 ενεργοτέρα
ἐνεργοτέρᾱ, ἐνεργόςat work: fem nom /voc /acc comp dualἐνεργοτέρᾱ, ἐνεργόςat work: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ἐνεργοτέρᾱͅ, ἐνεργόςat work: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
2 ἐνεργοτέρα
Βλ. λ. ενεργοτέρα -
3 ἐνεργοτέρᾳ
Βλ. λ. ενεργοτέρα -
4 ενεργοτέραν
-
5 ἐνεργοτέραν
См. также в других словарях:
ἐνεργοτέρα — ἐνεργοτέρᾱ , ἐνεργός at work fem nom/voc/acc comp dual ἐνεργοτέρᾱ , ἐνεργός at work fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργοτέρᾳ — ἐνεργοτέρᾱͅ , ἐνεργός at work fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργοτέραν — ἐνεργοτέρᾱν , ἐνεργός at work fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek