Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐνεργοτέρα

См. также в других словарях:

  • ἐνεργοτέρα — ἐνεργοτέρᾱ , ἐνεργός at work fem nom/voc/acc comp dual ἐνεργοτέρᾱ , ἐνεργός at work fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργοτέρᾳ — ἐνεργοτέρᾱͅ , ἐνεργός at work fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργοτέραν — ἐνεργοτέρᾱν , ἐνεργός at work fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»