Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐνεργοτέραν

См. также в других словарях:

  • ἐνεργοτέραν — ἐνεργοτέρᾱν , ἐνεργός at work fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενεργός — ή, ό (AM ἐνεργός, όν) [έργον] 1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσία («ενεργός στρατός») 2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση) 3. δραστήριος, ενεργητικός,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»