-
1 ενεργμός
-
2 ἐνεργμός
-
3 ἐνεργμός
ἐνεργ-μός, ὁ,A a way of playing on the lyre, Phryn.Com.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργμός
-
4 ενεργμόν
-
5 ἐνεργμόν
-
6 ἔνερξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνερξις
См. также в других словарях:
ενεργμός — ἐνεργμός, ο, αλλιώς ένερξις και ένειρξις, η (Α) [έργμα] 1. μέθοδος με την οποία οι αρχαίοι εναρμόνιζαν εύρυθμα τις χορδές και έπαιζαν τη λύρα (ή την κιθάρα) 2. μικρός πάσσαλος στη μέση τής λύρας (ή τής κιθάρας) με τον οποίο κρατούνταν ανυψωμένη… … Dictionary of Greek
ἐνεργμός — a way of playing on the lyre masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεργμόν — ἐνεργμός a way of playing on the lyre masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)