Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐνεργμός

См. также в других словарях:

  • ενεργμός — ἐνεργμός, ο, αλλιώς ένερξις και ένειρξις, η (Α) [έργμα] 1. μέθοδος με την οποία οι αρχαίοι εναρμόνιζαν εύρυθμα τις χορδές και έπαιζαν τη λύρα (ή την κιθάρα) 2. μικρός πάσσαλος στη μέση τής λύρας (ή τής κιθάρας) με τον οποίο κρατούνταν ανυψωμένη… …   Dictionary of Greek

  • ἐνεργμός — a way of playing on the lyre masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεργμόν — ἐνεργμός a way of playing on the lyre masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»