-
1 ενεργειών
-
2 ἐνεργειῶν
-
3 περιποιητικός
A able to procure, productive, c. gen.,πνευμάτων Mnesith.Ath.
ap. Ath.8.357f;ζημίας καὶ ὠφελείας Ph.1.463
;εὐχροίας Dsc. 2.104
;πειθοῦς S.E.M.2.9
, etc.; expld. by διοικητής, Hsch. Adv. [suff] περιποι-κῶς Sch.Ar.Pl. 717.4 Astrol., wealth-bringing,τόπος Nech.
ap. Vett. Val.291.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιποιητικός
-
4 ἐποιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποιστικός
-
5 ὕλη
A forest, woodland, Il.11.155, Od.17.316, Ep.Jac.3.5, etc.;γῆν.. δασέαν ὕλῃ παντοίῃ Hdt.4.21
;ἀπ' ὕλης ἀγρίης ζώειν Id.1.203
; ὕλα ἀεργός virgin forest, Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene); τὰ δένδρα καὶ ὕλη fruit-trees and forest-trees, Th.4.69 (cf. δένδρον); not only of forest-trees, but also of copse, brushwood, undergrowth (cf. ὕλημα), directly opp. to timber-trees, X.An.1.5.1, Oec.16.13, 17.12, PSI6.577.8 (iii B. C.), Sor.1.40: also in pl., h.Cer. 386, Hecat.291 J., Mosch.3.88, Plb. 5.7.10, D.S.3.48, D.H.Th.6, Str.5.1.12, 15.1.60, Plu.Pyrrh.25, Cat. Ma.21, Comp.Cim.Luc.3, Luc.Prom.12, Sacr.10, Am.12, Babr.12.2, al., Nonn.D.3.69, 252, 16.91, 36.70, etc.II wood cut down, Od.5.257 (cf. III); firewood, fuel, Il.7.418, 23.50, 111, al., Od.9.234, Hdt.4.164,6.80; brushwood, Id.7.36, Th.2.75, etc.; timber,ὕ. ναυπηγησίμη Pl.Lg. 705c
;ναυπηγήσιμος καὶ οἰκοδομική Thphr.HP5.7.1
, cf. IG42(1).102.50 (Epid., iv B. C.); also, twigs for birds' nests, Arist.HA 559a2.III the stuff of which a thing is made, material, (perh. so of wood), Od.5.257; rarely of other material, as metal,οἱ παρ' ἄκμονι.. ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες Plu.2.802b
(cf. S.Fr. 844, but ὕλη is Plutarch's word): generally, materials, PMasp.151.91 (vi A. D.).2 in Philosophy, matter, first in Arist. (Ti.Locr.93b, al. is later); defined as τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν, GC320a2; as τὸ ἐζ οὗ γίγνεται, Metaph.1032a17; οὐσία ἥ τε ὕ. καὶ τὸ εἶδος καὶ τὸ ἐκ τούτων ib.1035a2; opp. as δυνάμει τόδε τι to τόδε τι ἐνεργεία, ib. 1042a27; opp. ἐντελέχεια, ib.1038b6: in later philosoph. writers, mostly opp. to the intelligent and formative principle ([etym.] νοῦς), Procl. Inst.72, etc.;ὕ. τῶν ἀριθμῶν Iamb.Comm.Math.4
.3 matter for a poem or treatise, ὕ. τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι, Plb.2.16.14, Longin. 13.4, cf. 43.1, Vett.Val.172.1, etc.; ἡ ὑποκειμένη ὕ. the subject-matter, Arist.EN 1094b12, cf. Phld.Rh.2.124 S.4 ὕ. ἰατρική materia medica, Dsc.tit.; so ὕλη alone, materia medica, Id.1 Prooem., Gal. 17(2).181; ὗλαι τῆς τέχνης ibid., cf. 6.77, Sor.1.83, 110, 2.15,28;ἡ ὕ. τῶν ὁπλομαχικῶν ἐνεργειῶν Gal.6.157
.b ἡ μέση ὕλη the middle range of diet, Sor.1.46, 2.15;τροφιμωτέρα ὕλη Id.1.95
, cf. 36.5 pl., material resources,βασιλικαὶ ὗλαι Ph.1.640
.IV sediment, Ar.Fr. 879, cf. Sch.Ar.Pl. 1086, 1088 (hence ὑλίζω ([etym.] ἀφ-, δι-), ὑλώδης 11
); mud, slime, UPZ70.9 (ii B. C.); ὕλῃ, ὕλει, and ἰλυῖ are cj. for ὕδει in Thgn.961.2 matter excreted from the human body, Sor.1.22,23,25, al.;ἡ ὕ. τῶν ἐμπυημάτων Gal.18(2).256
; phlegm, catarrh, PMed. in Arch.Pap.4.270 (iii A. D.).
См. также в других словарях:
ἐνεργειῶν — ἐνέργεια activity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… … Dictionary of Greek
διατήρησης, αρχή της- — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική και αναφέρεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία σε όλα τα φαινόμενα που αφορούν την εξέλιξη ενός κλειστού συστήματος στον χρόνο, ένα ή περισσότερα φυσικά μεγέθη διατηρούν σταθερή την τιμή τους. Ένας νόμος… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αβουλία — Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως … Dictionary of Greek
εκτελωνισμός — Το σύνολο των διαδικασιών και ενεργειών που απαιτούνται από τον νόμο, για την εισαγωγή προϊόντων από ξένη χώρα, μέσω τελωνείου. Στόχος των διαδικασιών και ενεργειών αυτών είναι –κατά κύριο λόγο– η είσπραξη των δασμών που έχει καθορίσει η πολιτεία … Dictionary of Greek