Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνδότατος

См. также в других словарях:

  • ενδότατος — η, ο (Μ ἐνδότατος, η, ον) αυτός που βρίσκεται όλως διόλου στο εσωτερικό, ο εσώτατος («ἐνδοτάτη Ἀρμενία») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότατα 1. το εσώτατο μέρος («στα ενδότατα τής ψυχής μου») 2. οι περιοχές μιας χώρας που απέχουν πάρα… …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • εσώτατος — η, ο (ΑΜ ἐσώτατος, ἐσωτάτη, ον) αυτός που βρίσκεται πιο μέσα απ όλους, ο ενδότατος, ο μύχιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εσώτατο α) το εσώτερο, το βαθύτερο μέρος β) (φιλοσ.) καθετί που ανήκει αποκλειστικά στο άτομο ή στη φύση. επίρρ... εσώτατα (Α… …   Dictionary of Greek

  • μυχαίτατος — μυχαίτατος, τάτη, ον (ΑΜ, Α και μυχοίτατος και μύχατος και μυχώτατος Μ και μυχέστατος, η, ον) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυχαίτατος < μυχός, κατά τα υπερθετικά σε αίτατος (πρβλ. μεσ αίτατος). Ο… …   Dictionary of Greek

  • μύχατος — μύχατος, άτη, ον (Α) (μτγν. ανώμ. υπερθ. τού μύχιος) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά («ἔντοσθεν μυχάτοιο δόμου», Επιγρ. Δελφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός, κατά το ἔσχατος] …   Dictionary of Greek

  • υπόβαση — η / ὑπόβασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑποβαίνω] νεοελλ. η επιφάνεια την οποία καταλαμβάνει και στην οποία στηρίζεται ένα κτήριο ή μια μηχανή μσν. αίσθημα κατωτερότητας («ὁ δαίμων... ὑποβάλλει αὐτῷ καὶ λογισμοὺς μετὰ ὑποβάσεως», Αντίοχ. Μον.) μσν. αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»