-
1 ἐνδοιαστός
A doubtful, Hp.Prorrh.2.15, J.AJ19.1.4. Adv. - τῶς doubtfully, προθύμως, οὐδ' ἔτι ἐ. Hdt.7.174, cf. Th.8.87;ἐ. ἀκροᾶσθαι Id.6.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδοιαστός
-
2 ενδοιαστά
ἐνδοιαστά̱, ἐνδοιαστήςdoubter: masc nom /voc /acc dualἐνδοιαστήςdoubter: masc voc sgἐνδοιαστήςdoubter: masc nom sg (epic)ἐνδοιαστόςdoubtful: neut nom /voc /acc plἐνδοιαστά̱, ἐνδοιαστόςdoubtful: fem nom /voc /acc dualἐνδοιαστά̱, ἐνδοιαστόςdoubtful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 ἐνδοιαστά
ἐνδοιαστά̱, ἐνδοιαστήςdoubter: masc nom /voc /acc dualἐνδοιαστήςdoubter: masc voc sgἐνδοιαστήςdoubter: masc nom sg (epic)ἐνδοιαστόςdoubtful: neut nom /voc /acc plἐνδοιαστά̱, ἐνδοιαστόςdoubtful: fem nom /voc /acc dualἐνδοιαστά̱, ἐνδοιαστόςdoubtful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 ενδοιαστών
ἐνδοιαστήςdoubter: masc gen plἐνδοιαστόςdoubtful: fem gen plἐνδοιαστόςdoubtful: masc /neut gen pl -
5 ἐνδοιαστῶν
ἐνδοιαστήςdoubter: masc gen plἐνδοιαστόςdoubtful: fem gen plἐνδοιαστόςdoubtful: masc /neut gen pl -
6 ενδοιαστόν
-
7 ἐνδοιαστόν
-
8 ἐν-δοιάζω
ἐν-δοιάζω ( ἐν δοιῇ, vgl. Buttm. Lexil. I p. 102), daran zweifeln, Bedenken tragen, Thuc. 6, 91; c. inf., 1, 36; pass., ὃ καὶ λόγῳ ἐνδοιασϑῆναι αἰσχρόν 1, 122; Sp., τῇ γνώμῃ, er schwankte, Plut. Sull. 9; πρᾶγμα ἐνδοιαζόμενον ἐμπίπτει Dion. Hal. 7, 59; μηδὲν ἐνδοιάσας, ohne Bedenken, Luc. – Bei Parth. 9, 4 hat ἐνδοιασϑεῖεν activ. Bdtg. – Adj. verb. ἐνδοιαστός, bezweifelt, zweifelhaft, Hippocr. u. A.; auch adv. ἐνδοιαστῶς, Thuc. 8, 87; bei Her. 7, 174 Ggstz von προϑύμως; Sp.
-
9 ανενδοιαστος
-
10 ενδοιασταί
-
11 ἐνδοιασταί
-
12 ενδοιαστοίσιν
-
13 ἐνδοιαστοῖσιν
-
14 ενδοιαστοί
-
15 ἐνδοιαστοί
-
16 ενδοιαστώς
-
17 ἐνδοιαστῶς
-
18 ενδοιαστάς
ἐνδοιαστά̱ς, ἐνδοιαστήςdoubter: masc acc plἐνδοιαστά̱ς, ἐνδοιαστήςdoubter: masc nom sg (epic doric aeolic)ἐνδοιαστά̱ς, ἐνδοιαστόςdoubtful: fem acc pl -
19 ἐνδοιαστάς
ἐνδοιαστά̱ς, ἐνδοιαστήςdoubter: masc acc plἐνδοιαστά̱ς, ἐνδοιαστήςdoubter: masc nom sg (epic doric aeolic)ἐνδοιαστά̱ς, ἐνδοιαστόςdoubtful: fem acc pl -
20 ἐνδοιάζω
ἐν-δοιάζω, daran zweifeln, Bedenken tragen; τῇ γνώμῃ, er schwankte; μηδὲν ἐνδοιάσας, ohne Bedenken. Adj. verb. ἐνδοιαστός, bezweifelt, zweifelhaft; Ggstz von προϑύμως
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ενδοιαστός — ἐνδοιαστός, ή, όν (Α) αμφίβολος, αβέβαιος … Dictionary of Greek
ἐνδοιαστόν — ἐνδοιαστός doubtful masc acc sg ἐνδοιαστός doubtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστοῖσιν — ἐνδοιαστός doubtful masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστοί — ἐνδοιαστός doubtful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστῶς — ἐνδοιαστός doubtful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστά — ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστής doubter masc nom/voc/acc dual ἐνδοιαστής doubter masc voc sg ἐνδοιαστής doubter masc nom sg (epic) ἐνδοιαστός doubtful neut nom/voc/acc pl ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστός doubtful fem nom/voc/acc dual ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστῶν — ἐνδοιαστής doubter masc gen pl ἐνδοιαστός doubtful fem gen pl ἐνδοιαστός doubtful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασταί — ἐνδοιαστής doubter masc nom/voc pl ἐνδοιαστός doubtful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιαστάς — ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστής doubter masc acc pl ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστής doubter masc nom sg (epic doric aeolic) ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστός doubtful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)