Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐνδοιαστός

См. также в других словарях:

  • ενδοιαστός — ἐνδοιαστός, ή, όν (Α) αμφίβολος, αβέβαιος …   Dictionary of Greek

  • ἐνδοιαστόν — ἐνδοιαστός doubtful masc acc sg ἐνδοιαστός doubtful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοιαστοῖσιν — ἐνδοιαστός doubtful masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοιαστοί — ἐνδοιαστός doubtful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοιαστῶς — ἐνδοιαστός doubtful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοιαστά — ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστής doubter masc nom/voc/acc dual ἐνδοιαστής doubter masc voc sg ἐνδοιαστής doubter masc nom sg (epic) ἐνδοιαστός doubtful neut nom/voc/acc pl ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστός doubtful fem nom/voc/acc dual ἐνδοιαστά̱ , ἐνδοιαστός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοιαστῶν — ἐνδοιαστής doubter masc gen pl ἐνδοιαστός doubtful fem gen pl ἐνδοιαστός doubtful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοιασταί — ἐνδοιαστής doubter masc nom/voc pl ἐνδοιαστός doubtful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδοιαστάς — ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστής doubter masc acc pl ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστής doubter masc nom sg (epic doric aeolic) ἐνδοιαστά̱ς , ἐνδοιαστός doubtful fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»