-
1 ενδεχόμενος
-
2 ἐνδεχόμενος
-
3 ενδεχόμενος
-
4 ενδεχόμενος
1) éventuel2) possible -
5 ενδεχόμενος
možný -
6 ενδεχόμενος
potentialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ενδεχόμενος
-
7 ἐνδέχομαι
II accept, admit, approve,τὸν λόγον Id.1.60
;τοὺς λόγους Id.5.92
.a/, 96, al., Ar.Eq. 632;τὰ λεγόμενα Th.3.82
;τὴν συμβουλίην Hdt.7.51
;διαβολάς Id.3.80
; ἀπόστασιν, = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον, ib. 128; so ἐ. [ τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον] Th.8.50.2 in Hdt. freq. give ear to, believe, mostly with a neg.,ἀρχὴν.. οὐδὲ ἐ. τὸν λόγον 5.106
;τοῦτο δὲ οὐκ ἐ. ὰρχήν 4.25
, cf. 3.73, 7.237: c. inf., believe that..,οὐ γὰρ ἔγωγε ἐ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμόν 3.115
.3 abs., give ear, attend,σὺ δ' ἐνδέχου E.Andr. 1238
, cf. Pl.Cra. 428b; περί τινος οὐδ' ὁπωσοῦν ἐ. refuse to hear a word about it, Th.7.49.III of things, admit, allow of, ; μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐ., Pl.Phd. 78d; καθ' ὅσον φύσις ἐνδέχεται, quantum recipit humana condicio, Id.Ti. 69a, cf. Sph. 254c: c. inf., τὸ ναυτικὸν.. οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι does not admit of being practised, Th.1.142, cf. Pl.Ti.9cc, Lg. 834d; .2 abs., to be possible,ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Th.4.18
; ἐὰν ἐνδεχόμενον ᾖ if it be possible, PGrenf.2.14.4 (iii B. C.); freq. in Arist., APr. 25a38, al.;ἐνδέχεσθαι ἢ εἶναι οὐδὲν διαφέρει ἐν τοῖς ἀιδίοις Ph. 203b30
;ἐ. μέν, οὐ μὴν ἀναγκαῖον Pol. 1275b6
: esp. in part. ἐνδεχόμενος, η, ον, possible, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων by all possible means, X.Mem.3.9.4, D.S.1.54;αἱ ἐ. τιμωρίαι Lycurg. 119
;τὴν ἐ. ἀϊδιότητα Jul.Or.4.157b
; εἰς τὸ ἐ. so far as possible, Hyp.Epit.41; and freq. in Arist.,τὸ ἐ. ἀληθές Metaph. 1009b34
;τῆς ἐ. αὐτοῖς εὐδαιμονίας μετέχειν Pol. 1325a10
; ζωῆς τῆς ἐ. ἀρίστης ib. 1328a36, al.: freq. c. inf., τὰ ἐ. καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι contingent events, GA 731b25, cf. Metaph. 1050b11;τὰ ἐ. ἄλλως ἔχειν EN 1134b31
, al.; τὰ μὴ ἐ. αὐτῷ πρᾶξαι ib. 1140a32, al.3 ἐνδέχεται impers., it admits of being, it is possible that.., c. acc. et inf., Th.1.124, 140, etc.; εἴπερ ἐνεδεχετο (sc. γράφειν) D.18.239;καθ' ὅσον ἐνδέχεται Pl. Phdr. 271c
; εἰς ὅσον ἐ. Id.R. 501c; ὅσα ἐ. Arist.Rh. 1354a32; μέχρι οὗ ἐ. ib. 1355b13;ὡς ἐ. μάλιστα Plb.3.49.1
: acc. abs., ὥσπερ ἐνδεχόμενον εἶναι, = ὥσπερ εἰ ἐνδέχοιτο, Arist.GA 765b23: gen. abs., ἐνδεχομένου where possible, Id.PA 683a20.b c. dat. pers., it is allowed, X.Hier.4.9, D.29.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδέχομαι
См. также в других словарях:
ἐνδεχόμενος — ἐνδέχομαι take upon oneself pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
ενδέχομαι — 1. συνήθ. στο γ εν. ως απρόσ., ενδέχεται είναι δυνατό, πιθανό, ενδεχόμενο, δεν αποκλείεται να συμβεί. 2. η μτχ. ενεστ. ως επίθ., ενδεχόμενος, η, ο που μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να συμβεί, πιθανός, πραγματοποιήσιμος: Ενδεχόμενος πόλεμος. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… … Dictionary of Greek
ενδέχομαι — (AM ἐνδέχομαι Α και ιων. τ. ἐνδέκομαι) 1. απρόσ. ενδέχεται είναι δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει») 2. (μτχ. ενεστ.) ενδεχόμενος αυτός που σύμφωνα με τη λογική μπορεί να συμβεί, πιθανός («ενδεχόμενη ζημιά») 3. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… … Dictionary of Greek
πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… … Dictionary of Greek
ՄԱՐԹ — (ի.) NBH 2 0224 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. δυνατός possibilis ἑνδεχόμενος contingens. որ եւ ՄԱՐԹԵԼԻ. Կարելի. հնարաւոր. եւ Ներընդունական. ... *Գոլն, եւ մարթն, եւ հարկաւորն: Ամենայն նախադասութիւն կա՛մ գոլ է, կամ մարթ, կամ հարկաւոր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԱՐԹԵԼԻ — (լւոյ.) NBH 2 0225 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. δυνατός possibilis ἑνδεχόμενος contingens. Մարթ. կարելի. հնարաւոր, եւ ներընդունական. *Հակադարձութիւն, կա՛մ պարզ է, եւ կամ մարթելի: Մարթելի ասի ʼի նիւթոյն՝ յորով վերայ բնաւորեցաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՆԵՐԸՆԴՈՒՆԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0418 Chronological Sequence: 6c ա. ՆԵՐԸՆԴՈՒՆԱԿԱՆ ՆԵՐԸՆԴՈՒՆԵԼԻ. ἑνδεχόμενος contingens, probabilis. Որ անխտիր կարէ ընդունել զգոլ եւ զվիճակ ինչ, եւ կարէ չընդունել. կամ կարէ ընդունելի եւ անընդունելի լինել լսելեաց իբր կարելի ինչ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)