Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐναραρίσκω

См. также в других словарях:

  • εναραρίσκω — ἐναραρίσκω (Α) εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζω («στειλειόν... εὖ ἐναρηρός» στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐναρηρότα — ἐναραρίσκω fit perf part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) ἐναραρίσκω fit perf part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάρηρε — ἐναραρίσκω fit perf imperat act 2nd sg (epic ionic) ἐναραρίσκω fit perf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάρσαι — ἐναραρίσκω fit aor inf act ἐνάρσαῑ , ἐναραρίσκω fit aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρηρυῖα — ἐναραρίσκω fit perf part act fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρηρέναι — ἐναραρίσκω fit perf inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρηρός — ἐναραρίσκω fit perf part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρηρότες — ἐναραρίσκω fit perf part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρηρώς — ἐναραρίσκω fit perf part act masc nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναρήρῃ — ἐναραρίσκω fit perf subj act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνῆρσεν — ἐναραρίσκω fit aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»