-
1 εναραρισκω
1) (aor. ἐνῆρσα) прикреплять, прилаживать(σταθμούς Hom. - in tmesi)
2) (pf. ἐνάρηρα) быть прикрепляемым(στειλειὸν εὖ ἐναρηρός Hom.)
-
2 εναρήρασι
-
3 ἐναρήρασι
-
4 ἐναραρίσκω
II [tense] pf. ἐνάρηρα, intr., to be fitted in,εὖ ἐναρηρός 5.236
;οὐρανῷ εὖ ἐνάρηρεν ἀλάλματα Arat.453
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναραρίσκω
См. также в других словарях:
ἐναρήρασι — ἐναρήρᾱσι , ἐναραρίσκω fit perf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)