-
1 εναντιωματικος
-
2 εναντιωματικός
η, ό[ν]1) противодействующий, препятствующий; 2) грам, противительный
См. также в других словарях:
ἐναντιωματικός — marking opposition masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντιωματικός — ή, ό (AM ἐναντιωματικός, ή, όν) γραμμ. (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει αντίθεση, εναντίωση («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές») μσν. (για διαθήκη) αυτή που προσβάλλεται από τους… … Dictionary of Greek
εναντιωματικός — ή, ό επίρρ. ά που δηλώνει εναντίωση, αντιθετικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναντιωματικά — ἐναντιωματικός marking opposition neut nom/voc/acc pl ἐναντιωματικά̱ , ἐναντιωματικός marking opposition fem nom/voc/acc dual ἐναντιωματικά̱ , ἐναντιωματικός marking opposition fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικῶν — ἐναντιωματικός marking opposition fem gen pl ἐναντιωματικός marking opposition masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικόν — ἐναντιωματικός marking opposition masc acc sg ἐναντιωματικός marking opposition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικοί — ἐναντιωματικός marking opposition masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικοῦ — ἐναντιωματικός marking opposition masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικούς — ἐναντιωματικός marking opposition masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικῆς — ἐναντιωματικός marking opposition fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικῶς — ἐναντιωματικός marking opposition adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)