Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἐναντιωματικός

  • 1 противительный

    противительный
    прил:
    \противительный союз грам. ἐναντιωματικός σύνδεσμος.

    Русско-новогреческий словарь > противительный

  • 2 и

    и 1
    ουδ.
    άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».
    и 2
    1. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•

    я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•

    я и ты εγώ και συ•

    отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•

    стыд и срам ντροπή και αίσχος•

    был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.

    2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•

    метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.

    3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•

    мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.

    4 αντιθετικός• όμως, αλλά•

    он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.

    5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•

    и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;

    6. μόριο• επίσης, το ίδιο•

    и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.

    || ακόμα•

    не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.

    7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•

    и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•

    и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!

    Большой русско-греческий словарь > и

  • 3 оппозиционный

    επ., βρ: -онен, -бнна, -о;
    1. αντιπολιτευτικός•

    -ые партии αντιπολιτευτικά κόμματα•

    оппозиционный блок αντιπολιτευτικός συνασπισμός.

    2. αντιθετικός, ενάντιος, εναντιωματικός•

    -ые настроения ενάντιες διαθέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > оппозиционный

  • 4 хоть

    1. σύνδεσμος παραχωρητικός ή εναντιωματικός• αν και, ενώ, μολονότι, μόλον που, κι ας•

    хоть он беден, но честен αν και είναι φτωχός, όμως είναι τίμιος•

    ему дали награждение, хоть он и не заслужил του έδοσαν βραβείο κι ας μην το άξιζε.

    2. μόριο• έστω (και), τουλάχιστο, μόνο•

    приходите ко мне хоть на несколько минут ελάτε σε μένα, έστω και για λίγα λεπτά.

    || και, κι αν ακόμα•

    лживый правду скажет, никто не поверить ο ψεύτης κι αν ακόμαι πει την αλήθεια, κανένας δε θα τον πιστέψει•

    хоть бы я и хотел, то не могу κι αν ακόμα ήθελα, όμως δε μπορώ•

    хоть убей, не знаю σκότωσε με, δεν ξέρω τίποτε.

    || μόριο επιτακτικό•

    хоть что ό,τι θέλεις, ό,τι σου αρέσει•

    хоть кто οποιοσδήποτε•

    хоть где, хоть куда οπουδήποτε•

    хоть какой-нибудь οποιοσδήποτε•

    хоть где-нибудь αδιάφορο που.

    εκφρ.
    хоть быκ. хошь бы α) βλ. παραπάνω 2 σημ. β) κι αν από α, έστω και να μη. γ) τουλάχιστο• καλά θα ήταν•
    хоть бы и так – έστω κι έτσι.

    Большой русско-греческий словарь > хоть

См. также в других словарях:

  • ἐναντιωματικός — marking opposition masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναντιωματικός — ή, ό (AM ἐναντιωματικός, ή, όν) γραμμ. (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει αντίθεση, εναντίωση («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές») μσν. (για διαθήκη) αυτή που προσβάλλεται από τους… …   Dictionary of Greek

  • εναντιωματικός — ή, ό επίρρ. ά που δηλώνει εναντίωση, αντιθετικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναντιωματικά — ἐναντιωματικός marking opposition neut nom/voc/acc pl ἐναντιωματικά̱ , ἐναντιωματικός marking opposition fem nom/voc/acc dual ἐναντιωματικά̱ , ἐναντιωματικός marking opposition fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιωματικῶν — ἐναντιωματικός marking opposition fem gen pl ἐναντιωματικός marking opposition masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιωματικόν — ἐναντιωματικός marking opposition masc acc sg ἐναντιωματικός marking opposition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιωματικοί — ἐναντιωματικός marking opposition masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιωματικοῦ — ἐναντιωματικός marking opposition masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιωματικούς — ἐναντιωματικός marking opposition masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιωματικῆς — ἐναντιωματικός marking opposition fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιωματικῶς — ἐναντιωματικός marking opposition adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»