-
1 противительный
противительныйприл:\противительный союз грам. ἐναντιωματικός σύνδεσμος. -
2 и
и 1ουδ.άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».и 21. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•
я и ты εγώ και συ•
отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•
стыд и срам ντροπή και αίσχος•
был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.
2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.
3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.
4 αντιθετικός• όμως, αλλά•он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.
5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;
6. μόριο• επίσης, το ίδιο•и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.
|| ακόμα•не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.
7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•
и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!
-
3 оппозиционный
επ., βρ: -онен, -бнна, -о;1. αντιπολιτευτικός•-ые партии αντιπολιτευτικά κόμματα•
оппозиционный блок αντιπολιτευτικός συνασπισμός.
2. αντιθετικός, ενάντιος, εναντιωματικός•-ые настроения ενάντιες διαθέσεις.
-
4 хоть
1. σύνδεσμος παραχωρητικός ή εναντιωματικός• αν και, ενώ, μολονότι, μόλον που, κι ας•хоть он беден, но честен αν και είναι φτωχός, όμως είναι τίμιος•
ему дали награждение, хоть он и не заслужил του έδοσαν βραβείο κι ας μην το άξιζε.
2. μόριο• έστω (και), τουλάχιστο, μόνο•приходите ко мне хоть на несколько минут ελάτε σε μένα, έστω και για λίγα λεπτά.
|| και, κι αν ακόμα•лживый правду скажет, никто не поверить ο ψεύτης κι αν ακόμαι πει την αλήθεια, κανένας δε θα τον πιστέψει•
хоть бы я и хотел, то не могу κι αν ακόμα ήθελα, όμως δε μπορώ•
хоть убей, не знаю σκότωσε με, δεν ξέρω τίποτε.
|| μόριο επιτακτικό•хоть что ό,τι θέλεις, ό,τι σου αρέσει•
хоть кто οποιοσδήποτε•
хоть где, хоть куда οπουδήποτε•
хоть какой-нибудь οποιοσδήποτε•
хоть где-нибудь αδιάφορο που.
εκφρ.хоть бы – κ. хошь бы α) βλ. παραπάνω 2 σημ. β) κι αν από α, έστω και να μη. γ) τουλάχιστο• καλά θα ήταν•хоть бы и так – έστω κι έτσι.
См. также в других словарях:
ἐναντιωματικός — marking opposition masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντιωματικός — ή, ό (AM ἐναντιωματικός, ή, όν) γραμμ. (για σύνδ., πρότ. ή μτχ.) αυτός που δηλώνει αντίθεση, εναντίωση («εναντιωματικοί σύνδεσμοι», «εναντιωματικές προτάσεις», «εναντιωματικές μετοχές») μσν. (για διαθήκη) αυτή που προσβάλλεται από τους… … Dictionary of Greek
εναντιωματικός — ή, ό επίρρ. ά που δηλώνει εναντίωση, αντιθετικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναντιωματικά — ἐναντιωματικός marking opposition neut nom/voc/acc pl ἐναντιωματικά̱ , ἐναντιωματικός marking opposition fem nom/voc/acc dual ἐναντιωματικά̱ , ἐναντιωματικός marking opposition fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικῶν — ἐναντιωματικός marking opposition fem gen pl ἐναντιωματικός marking opposition masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικόν — ἐναντιωματικός marking opposition masc acc sg ἐναντιωματικός marking opposition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικοί — ἐναντιωματικός marking opposition masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικοῦ — ἐναντιωματικός marking opposition masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικούς — ἐναντιωματικός marking opposition masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικῆς — ἐναντιωματικός marking opposition fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντιωματικῶς — ἐναντιωματικός marking opposition adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)