-
1 ἐναγγειόσπερμος
ἐναγγειόσπερμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναγγειόσπερμος
-
2 εναγγειόσπερμον
ἐναγγειόσπερμοςhaving the seed in a capsule: masc /fem acc sgἐναγγειόσπερμοςhaving the seed in a capsule: neut nom /voc /acc sg -
3 ἐναγγειόσπερμον
ἐναγγειόσπερμοςhaving the seed in a capsule: masc /fem acc sgἐναγγειόσπερμοςhaving the seed in a capsule: neut nom /voc /acc sg -
4 εναγγειόσπερμα
-
5 ἐναγγειόσπερμα
См. также в других словарях:
εναγγειόσπερμος — και ενανγειοσπέρματος (Α ἐναγγειόσπερμος, ον και ἐναγγειοσπέρματος, ον) φυτό που έχει τα σπέρματά του μέσα σε κοιλότητα όμοια με αγγείο νεοελλ. (φυτολ.) «εναγγειόσπερμα ή αγγειόσπερμα φυτά» … Dictionary of Greek
ἐναγγειόσπερμον — ἐναγγειόσπερμος having the seed in a capsule masc/fem acc sg ἐναγγειόσπερμος having the seed in a capsule neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγγειόσπερμα — ἐναγγειόσπερμος having the seed in a capsule neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)