-
1 εναγγειόσπερμα
-
2 ἐναγγειόσπερμα
См. также в других словарях:
ἐναγγειόσπερμα — ἐναγγειόσπερμος having the seed in a capsule neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναγγειόσπερμος — και ενανγειοσπέρματος (Α ἐναγγειόσπερμος, ον και ἐναγγειοσπέρματος, ον) φυτό που έχει τα σπέρματά του μέσα σε κοιλότητα όμοια με αγγείο νεοελλ. (φυτολ.) «εναγγειόσπερμα ή αγγειόσπερμα φυτά» … Dictionary of Greek