Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐνέδρας

См. также в других словарях:

  • ἐνέδρας — ἐνέδρᾱς , ἐνέδρα sitting in fem acc pl ἐνέδρᾱς , ἐνέδρα sitting in fem gen sg (attic doric aeolic) ἐνέδρᾱς , ἐνιδρόω sweat in imperf ind act 2nd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενέδρα — η (AM ἐνέδρα) 1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῑς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.) 2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.) αρχ. 1. θέση, τοποθέτηση σ ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.) 2. τα… …   Dictionary of Greek

  • αντενέδρα — ἀντενέδρα, η (Α) ενέδρα εναντίον άλλης ενέδρας …   Dictionary of Greek

  • αντενεδρεύω — ἀντενεδρεύω (Α) στήνω ενέδρα για την εξουδετέρωση ενέδρας εναντίον μου …   Dictionary of Greek

  • λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… …   Dictionary of Greek

  • λοχαγενείς — λοχαγενεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡγεμόνες, στρατηγοί, ταξιάρχαι, ἄρχοντες τῆς ἐνέδρας, οἱ συνάγοντες τοὺς στρατιώτας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένη γραφή αντί τού λοχαγερεῖς < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + ἀγείρω «συγκεντρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • λοχισμός — λοχισμός, ὁ (Α) [λοχίζω] στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα …   Dictionary of Greek

  • προλοχίζω — Α 1. στήνω ενέδρα εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», Θουκ.) 2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα προηγουμένως 3. περικυκλώνω με ενέδρα και καταλαμβάνω ένα μέρος («πέμπει... τοῡ στρατοῡ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῡντας», Θουκ …   Dictionary of Greek

  • σκοταίος — και σκοτιαῑος, αία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο σκοτάδι (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῑν τὸ πεδίον», Ξεν. β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», Πλούτ.) 2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια τής νύχτας, πριν από …   Dictionary of Greek

  • υποκατασκευάζω — Α 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω κρυφά («ὑποκατασκευάζειν ἐνέδρας ἀρχήν», Ιώσ.) 2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω 3. συνθέτω, συντάσσω («δεῑ ὑποκατασκευάσθαι πως μᾱλλον τοῡ διαλόγου τὴν ἐπιστολήν». Δημήτρ.) 4. καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι κατά τι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»