-
1 ησυχία
ἡσυχίᾱ, ἡσυχίαrest: fem nom /voc /acc dualἡσυχίᾱ, ἡσυχίαrest: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἡσυχίαι, ἡσυχίαrest: fem nom /voc plἡσυχίᾱͅ, ἡσυχίαrest: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ησυχία
Ἡσυχίᾱ, Ἡσυχίαfem nom /voc /acc dual——————Ἡσυχίᾱͅ, Ἡσυχίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 ἡσυχία
ἡσυχία, ἡ, Ruhe, Frieden, Ungestörtheit, Sorglosigkeit; Od. 18, 22; ἁσυχίαν φιλεῖ συμπόσιον Pind. N. 9, 114; ὁ τ ᾶς ἡσυχίας βίοτος Eur. Bacch. 388 (sonst nicht bei Tragg.); Ggstz von κίνησις, Plat. Legg. VII, 790 d; von ἀγῶνες u. πολυπραγμοσύνη, Isocr. 6, 104. 8, 26; τινός, vor Etwas, z. B. τῆς πολιορκίας, Her. 6, 135; τῆς πικρότητος Plat. Tim. 71 c, vgl. Rep. IX, 583 e; ἡσυχίαν ἔχειν, Ruhe halten, sich ruhig verhalten, Nichts unternehmen u. ä., Her. 7, 150 Plat. Prot. 356 e Gorg. 493 e Dem. 1, 14. 21, 20 u. sonst; im Ggstz von κινεῖσϑαι Xen. An. 4, 5, 13; πολλὴν ἡσ. ἔχειν Isocr. 6, 2; πρός τινα Lys. 28, 7; häufiger ἡσυχίαν ἄγειν, Her. 1, 66 Isocr. 4, 118; καὶ καρτερεῖν Plat. Phaed. 117 e; ὑπέρ τινος, im Ggstz von ὑπὲρ δὲ ταύτης τηλικοῦτον συνεστήσαντο πόλεμον, Isocr. 10, 49. Erst Sp. auch τὴν ἡσυχίαν ἄγειν. – Andere Vrbdgn: ἐν ἡσυχίῃ τι ἔχειν, Her. 5, 92, 3, verschweigen; εἶχον ἐν ἡσυχίῃ σφέας αὐτούς, 5, 93, sie schwiegen, wie Luc. Vit. auct. 3 ἡσ. καὶ ἀφωνία vrbdt; καὶ σιωπή, Plut. Demetr. 8; vgl. Eur. Alc. 78 τί ποϑ' ἡσυχία πρόσϑεν μελάϑρων; τί σεσίγηται δόμος; ἐξελϑὼν εἰς ἡσυχίαν, an einen einsamen Ort, Xen. Mem. 2, 1, 21; διάγειν ἐν ἡσυχίᾳ, Dem.; ἐφ' ἡσυχίας, Ar. Vesp. 1517; Luc. Tox. 44; häufiger καϑ' ἡσυχίαν, in Ruhe, Ggstz von διὰ σπουδῆς, Xen. Hell. 6, 2, 28; ἐφ' ἡσυχίᾳ μένειν, Hdn. 1, 13, 3; ἐν εἰρήνῃ καὶ ἡσυχίᾳ γενέσϑαι, Plat. Rep. IX, 575 b. Den plur. hat Plat. Theaet. 153 c; Ath. XI, 493 f.
-
4 ησυχια
ион. ἡσυχίη, дор. ἁσυχία (ᾱς) ἥ1) спокойствие, покойμεθ΄ ἡσυχίας Eur., ἐφ΄ ἡσυχιας Arph., καθ΄ ἡσυχίαν Xen., Arst. — спокойно, тихо, мирно;ἡσυχίαν ἄγειν, δι΄ ἡσυχίης εἶναι и ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν ἑαυτόν Her. — оставаться спокойным, ничего не предпринимать;κατ΄ ἡσυχίην πολλήν Her. — совершенно спокойно;ἡσυχίαν πρός τινα ἔχειν Lys. — не беспокоить (оставить в покое) кого-л.;ἥ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡ. Dem. — спокойствие, которое дает мир2) отдых, отдохновение, освобождение, прекращение(ἡ. τῆς πολιορκίης Her.)
τῶν ἑαυτοῦ κινήσεων ἡσυχίαν ἄγειν Plat. — перестать двигаться3) тишина, молчаниеτί ποθ΄ ἡ. πρόθεν μελάθρων ; Eur. — что за безмолвие перед домом (Адмета)?;
ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν τι Her. — хранить молчание о чем-л.4) мир, мирное времяοἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ ἐθεράπευον, ἡμεῖς δὲ ἐκείνους ἐν τῇ ἡσυχίᾳ τὸ αὐτὸ ἐποιοῦμεν Thuc. — они (афиняне) хорошо относились к нам во время войны, а мы поступали так же в отношении их в мирное время
5) безлюдное место, уединение(εἰς ἡσυχίαν ἐξελθεῖν Xen.)
-
5 Ησύχια
-
6 Ἡσύχια
-
7 ἡσυχία
ἡσυχία, ας, ἡ (s. prec. entry; Hom.+).① state of quietness without disturbance, quietness, rest (Diod S 4, 2, 2 opp. to accompaniment of thunder and lightning; 16, 13, 2 without any fanfare; 18, 9, 3 without experiencing disturbance; Diog. L. 9, 21 of a quiet scholar’s life w. implied contrast of being engaged in public affairs; Pind., P. 1, 70 σύμφωνον ἐς ἁσυχίαν ‘to harmonious peace’ among citizens; Jos., Ant. 18, 245 opp. bustle of city life) w. πραότης Hm 5, 2, 6 (TestAbr A 1 p. 77, 3 [Stone p. 2]). Of living in a way that does not cause disturbance (Mel., HE 4, 26, 6) 2 Th 3:12 (cp. ἀτάκτως vs. 11 and juxtaposition of ἀτακτεῖν and ἡσυχία Sotades 6, 8f [Coll. Alex. p. 241]; μετὰ ἡσυχίας as in Diod S [s. above] and SIG 1109, 64f of an injunction to bit-players in a cultic drama not to overplay or ‘ham it up’; UPZ 8, 17 [161 B.C.]; BGU 614; Sir 28:16). ἡσυχίαν ἔχειν ἀπό τινος have respite from someth. ApcPt 17:32.② state of saying nothing or very little, silence (Pla., Ep. 2, 312c; Pr 11:12; Philo, Rer. Div. Her. 14; Jos., Ant. 3, 67) IEph 15:2. ἐν ἡς. in silence (Philo, Somn. 2, 263) 1 Ti 2:11f; IEph 19:1. παρέχειν ἡσυχίαν quiet down, give a hearing (cp. Jos., Ant. 5, 235; cp. Just., D. 115, 5 ἡσυχίαν ἠγάγετε) Ac 22:2 (is it prob. that here such concepts as ‘reverence’, ‘devotion’, ‘respect’ may have some influence? Cp. Dio Chrys. 68 [18], 10: Herodotus should be read μετὰ πολλῆς ἡσυχίας ‘with much respect’). ἡσυχίας γενομένης 21:40 D (cp. Dio Chrys. 13 [7], 26; Philo, Vi. Cont. 75).—Schmidt, Syn. IV 248–64. DELG s.v. ἥσυχος. M-M. TW. Spicq. Sv. -
8 ησύχια
-
9 ἡσύχια
-
10 ησυχία
ησυχία ηтишина, спокойствие -
11 ἡσυχία
ἡσυχία, ἡ, Ruhe, Frieden, Ungestörtheit, Sorglosigkeit; τινός, vor etwas; ἡσυχίαν ἔχειν, Ruhe halten, sich ruhig verhalten, nichts unternehmen; ἐν ἡσυχίῃ τι ἔχειν, verschweigen; εἶχον ἐν ἡσυχίῃ σφέας αὐτούς, sie schwiegen; τί σεσίγηται δόμος; ἐξελϑὼν εἰς ἡσυχίαν, an einen einsamen Ort; καϑ' ἡσυχίαν, in Ruhe -
12 ησυχία
η1) спокойствие, тишина, мир; покой;διατάραξη της κοινής ησυχίας και τάξεως — нарушение общественной тишины и порядка;
εδώ έχω την ησυχία μου — здесь меня никто и ничто не беспокоит;
είναι ησυχία — тихо;
2) спокойствие, безмятежность;κάνετε λίγο ησυχία! — замолчите, пожалуйста!, помолчите немного!;
πάμε να κουβεντιάσουμε πέρα εκεί στην ησυχία — пойдём туда, там мы сможем поговорить спокойно;
3) покой, отдых;πουθενά δεν βρίσκω ησυχία — я нигде не нахожу покоя;
ησυχία δεν έχει αυτό το παιδί — это очень неспокойный ребёнок;
§ με την ησυχία μου (σου...) — спокойно, не спеша;
τί νέα;— Ησυχία! какие новости? — Ничего особенного;ησυχία! тихо!;
άφησέ με στην ησυχία μου — оставь меня в покое
-
13 ἡσυχία
1 peace, quiet καὶ πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον (sc. Ψαύμιδα) O. 4.16δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
ἡσυχίᾳ θιγέμεν, μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δ αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.296
esp., rest from toil: ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι (sc. Ἡρακλέα) N. 1.70ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον N. 9.48
μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33
pro pers.,φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.1
ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. frag.ἡ]συχίαν Κέῳ[ Pae. 4.7
-
14 ἡσυχία
A rest, quiet, Od.18.22, etc.; personified in Pi.P.8.1, Ar. Av. 1321 (lyr.);ἁ. φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48
: c. gen. obj., ἡ. τῆς πολιορκίης rest from.., Hdt.6.135;τῆς ἡδονῆς Pl.R. 583e
; τοῦ λυπεῖσθαι ibid; περί τι ib.c; ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡ. D.5.25: in pl.,αἱ ἡ. σήπουσι Pl. Tht. 153c
.2 silence, stillness, E.Alc.77 (anap.); esp. of the Pythagoreans, Luc.Vit.Auct.3.3 with Preps., δι' ἡσυχίης εἶναι keep quiet, Hdt.1.206; ἐν τῇ ἡσυχία, opp. ἐν τῷ πολέμῳ, Th.3.12; ἐν ἡ. ἔχειν τι to keep it quiet, not speak of it, Hdt.5.92.γ ; ἐν ἡ. ἔχειν σφέας αὐτούς ib.93;ἐν ἡ. διατριβειν Hdn.2.5.2
;ἐφ' ἡσυχίας Ar.V. 1517
;μένειν ἐπὶ ἡσυχία Hdn.1.13.2
; κατ' ἡσυχίην πολλήν quite at one's ease, Hdt.1.9, cf. 7.208, D.8.12; καθ' ἡσυχίαν at leisure, Ar.Lys. 1224, Th. 3.48, etc.; opp. διὰ σπουδῆς, X.HG6.2.28; μετὰ.. ἡσυχίας quietly, E. Hipp. 205 (anap.).4 with Verbs,a ἡσυχίαν ἄγειν keep quiet, be at peace or at rest, Hdt.1.66, Pl.Ap. 38a, Isoc.6.2, D.4.1, etc.;περὶ μὲν τῶν ἄλλων ἡ. ἦγον, ὑπὲρ δέ.. Isoc.10.49
; κινήσεων from movements, Pl.Ti. 89e; keep silent, Hdt.5.92, E.Andr. 143 (lyr.), Ar. Ra. 321: pl., τὰς ἡ. ἄγειν or ἔχειν, Ath.3.114a, 11.493f.b ἡσυχίαν ἔχειν, = ἡ. ἄγειν, but generally implying less continuance, Hdt.2.45, 7.150, X.Cyr.1.4.18, HG3.2.27;ἡ. ἔχειν πρός τινα Lys.28.7
; keep silent, τὰ δεινὰ ἡ. ἑκτέον about them, D.58.60.II solitude, a sequestered place, h.Merc.356, X.Mem.2.1.21. -
15 ἡσυχία
ἡ ἡσυχία покой, тишина; молчание -
16 ἡσυχία
Βλ. λ. ησυχία -
17 ἡσυχίᾳ
Βλ. λ. ησυχία -
18 Ἡσυχία
Βλ. λ. Ησυχία -
19 Ἡσυχίᾳ
Βλ. λ. Ησυχία -
20 ἡσυχία
{сущ., 4}1. спокойствие, покой;2. тишина, безмолвие, молчание.Ссылки: Деян. 22:2; 2Фес. 3:12; 1Тим. 2:11, 12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἡσυχία
См. также в других словарях:
ἡσυχία — ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc/acc dual ἡσυχίᾱ , ἡσυχία rest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχία — Ἡσυχίᾱ , Ἡσυχία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχίᾳ — Ἡσυχίᾱͅ , Ἡσυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσύχια — Ἡσυχία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… … Dictionary of Greek
ησυχία — η 1. ηρεμία: Ησυχία της νύχτας. 2. έλλειψη θορύβων, σιγή: Επικρατεί απόλυτη ησυχία μέσα στην αίθουσα κατά τη διάρκεια του μαθήματος. 3. ψυχική ηρεμία: Κοντά του βρήκε την ησυχία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡσυχίᾳ — ἡσυχίαι , ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσύχια — ἡσύχιος still neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχίας — Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem acc pl Ἡσυχίᾱς , Ἡσυχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίας — ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem acc pl ἡσυχίᾱς , ἡσυχία rest fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίαι — ἡσυχία rest fem nom/voc pl ἡσυχίᾱͅ , ἡσυχία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)