-
1 κινήσεων
κῑνήσεω̆ν, κίνησιςmotion: fem gen pl -
2 ησυχια
ион. ἡσυχίη, дор. ἁσυχία (ᾱς) ἥ1) спокойствие, покойμεθ΄ ἡσυχίας Eur., ἐφ΄ ἡσυχιας Arph., καθ΄ ἡσυχίαν Xen., Arst. — спокойно, тихо, мирно;ἡσυχίαν ἄγειν, δι΄ ἡσυχίης εἶναι и ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν ἑαυτόν Her. — оставаться спокойным, ничего не предпринимать;κατ΄ ἡσυχίην πολλήν Her. — совершенно спокойно;ἡσυχίαν πρός τινα ἔχειν Lys. — не беспокоить (оставить в покое) кого-л.;ἥ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡ. Dem. — спокойствие, которое дает мир2) отдых, отдохновение, освобождение, прекращение(ἡ. τῆς πολιορκίης Her.)
τῶν ἑαυτοῦ κινήσεων ἡσυχίαν ἄγειν Plat. — перестать двигаться3) тишина, молчаниеτί ποθ΄ ἡ. πρόθεν μελάθρων ; Eur. — что за безмолвие перед домом (Адмета)?;
ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν τι Her. — хранить молчание о чем-л.4) мир, мирное времяοἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ ἐθεράπευον, ἡμεῖς δὲ ἐκείνους ἐν τῇ ἡσυχίᾳ τὸ αὐτὸ ἐποιοῦμεν Thuc. — они (афиняне) хорошо относились к нам во время войны, а мы поступали так же в отношении их в мирное время
5) безлюдное место, уединение(εἰς ἡσυχίαν ἐξελθεῖν Xen.)
-
3 изящество
изящ||ествос ἡ κομψότητα [-ης], ἡ χάρη [-ις]. ἡ φιλοκαλία, ἡ γλαφυρότητα [-ης]:\изящество костюма ἡ κομψότητα τοῦ κοστου-μιοῦ· \изящество движений ἡ χάρη [-ις] τῶν κινήσεων· \изящество изложения ἡ καλλιέπεια τῆς ἀφήγησης. -
4 сковаииость
сков||аииостьж ἡ δέσμευση [-ις]/ ἡ στενοχώρια, ὁ περιορισμός (стеснение):\сковаииость движений ἡ δυσκινησία, ἡ δέσμευση των κινήσεων. -
5 a free hand
(freedom to do whatever one likes: He gave her a free hand with the servants.) ελευθερία κινήσεων -
6 elbow-room
noun (space enough for doing something: Get out of my way and give me some elbow-room!) χώρος,ελευθερία/άνεση κινήσεων -
7 leeway
1) (the drifting of a ship etc away from its true course, or the amount of this.) παρέκκλιση από την πορεία2) (lost time: He has a lot of leeway to make up at school after being away ill.) ελλείψεις3) (extra space, time etc allowed: Book the later flight so as to allow yourself some leeway in case you're delayed.) ελευθερία κινήσεων / ελίγμων -
8 двухтактный
κ. двутактный, επ. δίχρονος, δυό ρυθμών δύο κινήσεων. -
9 изящество
-а ουδ.κομψότητα, χάρη, σικ• φιλοκαλία• γλαφυρότητα•изящество архитектуры αρχιτεκτονική κομψότητα•
изящество костюма κομψότητα κοστουμιού•
изящество движений η χάρη των κινήσεων•
-
10 машинальность
-и θ.μηχανικότητα•машинальность движений η μηχανικότητα των κινήσεων.
-
11 произвольность
-и θ.1. ελευθερία•произвольность движений ελευθερία κινήσεων.
2. το αυθαίρετο•произвольность вывода το αυθαίρετο του συμπεράσματος.
-
12 ритм
-а α.ρυθμός•ритм танца ρυθμός χορού•
ритм движений ρυθμός κινήσεων•
ритм работы ρυθμός εργασίας.
-
13 розвязь
-и θ.1. αθρσ. διαλκ. κάθε τι-άδετο, λυτό•возить хлеб с поля -ью μεταφέρω το σιτάρι από το χωράφι λυτό (όχι σε δεμάτια).
2. (κυνηγ.) ευκινησία, σβελτάδα, ελευθερία κινήσεων. -
14 слаженность
-и θ.συμφωνία, αρμονία (κινήσεων, ενεργειών κ.τ.τ.).ταχτοποίηση, διευθέτηση• κανόνισμα, ρύθμιση, ρεγουλάρισμα. -
15 трёхтактный
επ.τρίχρονος, τριών ρυθμών ή κινήσεων•-ая пауза τρίχρονη (μουσική)παύση•
трёхтактный двигатель τρίχρονος κινητήρας.
-
16 чередование
-я ουδ.εναλλαγή•чередование движений εναλλαγή των κινήσεων•
чередование культур η αμειψισπορά.
(γλωσ.) μετατροπή•чередование фонем η ε\ιαΧλα.γτ\ των φθόγγων.
-
17 συμμεταλαμβάνω
A partake in a thing with another,τινί τινος J.AJ5.9.1
: c. gen.,κινήσεων M.Ant.9.41
;πάθους A.D.Adv.162.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμεταλαμβάνω
-
18 σύστοιχος
σύστοιχος, ον,A belonging to the same column or series, co-ordinate, correspondent, πῦρ καὶ γῆν καὶ τὰ σ. τούτων (viz. air and water) Arist. GC 315a21, cf. Mete. 340a5;λέγεται σύστοιχα τὰ τοιάδε· οἷον τὰ δίκαια καὶ ὁ δίκαιος τῇ δικαιοσύνῃ Id.Top. 114a27
, cf. Rh. 1364b34; [full] σύστοιχα ;τὰς.. σ. τῶν ἐν τοῖς μέρεσι [κινήσεων] ἀρχάς Id.IA 707a11
;τὸ γλυκὺ καὶ τὸ λευκὸν καλῶ σύστοιχα, γένει δ' ἕτερα Id.Sens. 448a16
;ὁ γλυκὺς καὶ λιπαρὸς καὶ ὅσοι σ. τούτοις Thphr.CP6.4.2
, cf. Epicur.Ep.1p.27U.; of the concomitant circumstances of disease, Diocl.Fr.34. Adv.,τὰ -χως λεγόμενα Arist.Sens. 448a14
.2 Gramm., = ἀντίστοιχος 11, Eust.468.31.3 generally, consonant, congruous, τὰ λοιπὰ δ' ἦν τούτοις ὅμοια καὶ ς. Plb.13.8.1, cf. Antioch. Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).117; οὐδὲ γὰρ σύνστοιχοι ἑατῶν γίνεσθε γεγραφηκότες.. you are not even consistent with one another, BGU 1205.9 (i B.C.);ὁ μὲν νοῦς σ. ἔστω καὶ πυκνός, ἡ λέξις δὲ.. Luc.Hist. Conscr.43
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστοιχος
-
19 ἀπλανής
ἀπλαν-ής, ές,A not wandering, steady, fixed, Pl.Plt. 288a, al.: c. gen., ἀπλανὲς ἀπηργάσατο ἐκείνων [κινήσεων] made it free from their influence, Id.Ti. 34a.2 Astron. of stars,fixed, opp.planets, ib. 40b, cf.Arist.Mete. 343b9, Metaph. 1073b10, Arat.461, AP9.25 (Leon.);ἡ ἀ. σφαῖρα Corp.Herm.2.6
.II of a line, straight, AP6.65 (Paul. Sil.).2 not erring, S.E.M7.195, Longin.2.2 ([comp] Sup.), etc. Adv.- νῶς
without going astray,Max.Tyr.
5.2; accurately, Alciphr.3.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπλανής
-
20 ἡσυχία
A rest, quiet, Od.18.22, etc.; personified in Pi.P.8.1, Ar. Av. 1321 (lyr.);ἁ. φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48
: c. gen. obj., ἡ. τῆς πολιορκίης rest from.., Hdt.6.135;τῆς ἡδονῆς Pl.R. 583e
; τοῦ λυπεῖσθαι ibid; περί τι ib.c; ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡ. D.5.25: in pl.,αἱ ἡ. σήπουσι Pl. Tht. 153c
.2 silence, stillness, E.Alc.77 (anap.); esp. of the Pythagoreans, Luc.Vit.Auct.3.3 with Preps., δι' ἡσυχίης εἶναι keep quiet, Hdt.1.206; ἐν τῇ ἡσυχία, opp. ἐν τῷ πολέμῳ, Th.3.12; ἐν ἡ. ἔχειν τι to keep it quiet, not speak of it, Hdt.5.92.γ ; ἐν ἡ. ἔχειν σφέας αὐτούς ib.93;ἐν ἡ. διατριβειν Hdn.2.5.2
;ἐφ' ἡσυχίας Ar.V. 1517
;μένειν ἐπὶ ἡσυχία Hdn.1.13.2
; κατ' ἡσυχίην πολλήν quite at one's ease, Hdt.1.9, cf. 7.208, D.8.12; καθ' ἡσυχίαν at leisure, Ar.Lys. 1224, Th. 3.48, etc.; opp. διὰ σπουδῆς, X.HG6.2.28; μετὰ.. ἡσυχίας quietly, E. Hipp. 205 (anap.).4 with Verbs,a ἡσυχίαν ἄγειν keep quiet, be at peace or at rest, Hdt.1.66, Pl.Ap. 38a, Isoc.6.2, D.4.1, etc.;περὶ μὲν τῶν ἄλλων ἡ. ἦγον, ὑπὲρ δέ.. Isoc.10.49
; κινήσεων from movements, Pl.Ti. 89e; keep silent, Hdt.5.92, E.Andr. 143 (lyr.), Ar. Ra. 321: pl., τὰς ἡ. ἄγειν or ἔχειν, Ath.3.114a, 11.493f.b ἡσυχίαν ἔχειν, = ἡ. ἄγειν, but generally implying less continuance, Hdt.2.45, 7.150, X.Cyr.1.4.18, HG3.2.27;ἡ. ἔχειν πρός τινα Lys.28.7
; keep silent, τὰ δεινὰ ἡ. ἑκτέον about them, D.58.60.II solitude, a sequestered place, h.Merc.356, X.Mem.2.1.21.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κινήσεων — κῑνήσεω̆ν , κίνησις motion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητάριο — (Αστρον.). Μηχανισμός με τον οποίο γίνεται δυνατή η αναπαράσταση των κινήσεων των πλανητών. Μετά την κατασκευή του πολύπλοκου αυτού μηχανισμού από τον καθηγητή Μπάουερσφελντ της εταιρείας Zeiss της Ιένας, τον οποίο ο ίδιος επινόησε, το όνομα π.… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek