-
1 εμπιπρημι
(impf. ἐνεπίμπρην, fut. ἐμπρήσω - эп. ἐνιπρήσω, aor. ἐνέπρησα, pf. ἐμπέπρηκα; pass.: aor. ἐνεπρήσθην, pf. ἐμπέπρησμαι и ἐμπέπρημαι)(тж. ἐ. πυρί, реже πυρός Hom.) зажигать, поджигать, сжигать (νῆας, ἄστυ Hom.; τὸν νηόν Her.; οἰκίαν Arph.; τὸ οἴκημα Xen.)
; pass. гореть, сгорать(ὅ ὀπισθόδομος ἐνεπρήσθη Dem.; ὕλη ἐμπεπρησμένη Arst.)
-
2 συμπιπρημι
См. также в других словарях:
πίπρημι — πίμπρημι burn pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπίπρημι — Α καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο, βάζω φωτιά συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πίπρημι «καίω»] … Dictionary of Greek