-
1 εμανην
-
2 εμάνην
αόρ. от μαίνομαι -
3 μαινομαι
(med. к μαίνω См. μαινω; fut. μᾰνοῦμαι и μᾰνήσομαι, aor. 1 ἐμηνάμην, aor. 2 ἐμάνην, pf.-praes. μέμηνα; pf. pass. μεμάνημαι; part. μᾰνείς; inf. μᾰνῆναι)(тж. μ. νόσον Aesch. и μ. μανίας Arph.) быть в исступлении, бесноваться, бушевать, буйствовать, неистовствовать, свирепствовать (ὅτε μαίνετο Ἕκτωρ, πῦρ μαίνεται Hom.; δαιμόνιον ἔχειν καὴ μ. NT.)
δόρυ μαίνεται ἐν παλάμῃσιν Hom. — копье (само) ходит в руках;μ. τόλμῃ Xen. — быть охваченным безумной отвагой;ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται Her. — он одержим божеством;μ. γόοισι Aesch. — обезуметь от горя;μ, ὑφ΄ ἡδονῆς Soph. — быть вне себя от радости (ликовать);μ. ὑπὸ ποτοῦ Luc. — буйствовать во хмелю;μαινόμενος οἶνος Plat. — крепкое (пьянящее) вино;ἐλπίδι μαινομένῃ Her. — в безрассудной надежде;σὺν μαινομένᾳ δόξᾳ Eur. — в безумном ослеплении - см. тж. μαίνω -
4 μαίνομαι
(αόρ. εμάνην) αμετ.1) выходить из себя; буйствовать, неистовствовать; 2) бушевать; свирепствовать;μαίνεται το πυρ (η θύελλα, η τρικυμία) — бушует пламя (буря, шторм)
-
5 μαίνομαι
μαίνομαι безумствовать, быть вне себя (ср. менады - экстатичные женщины на празднике Диониса; мания; меломан) aor. ἐμάνην
См. также в других словарях:
ἐμάνην — μαίνομαι rage aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) μαίνομαι rage aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεσ(σ)ίμαινα — ἀεσ(σ)ίμαινα, η (Α) κατά τον Ησύχιο, «ἡ τοῖς πνεύμασι τῶν ἀνέμων μαινόμενη θαλάσσης δὲ τὸ ἐπίθετον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα < ἀεσ(σ)ι (ἄημι / *ἄω «φυσώ, πνέω», θ. αFε) + μαινα (< ἐμάνην, μαίνομαι)] … Dictionary of Greek
αθλομανής — ές αυτός που αγαπά με πάθος τον αθλητισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άθλος + μανής < ἐμάνην, παθητ. αόρ. β τού ρ. μαίνομαι. ΠΑΡ. αθλομανία] … Dictionary of Greek
αινομανής — αἰνομανὴς ( οῡς), ὲς (Μ) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση φοβερής μανίας, παραφροσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + μανὴς < ἐμάνην, μαίνομαι] … Dictionary of Greek
αισιομανής — ές ο μέχρι μανίας αισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + μανής < ἐμάνην, μαίνομαι] … Dictionary of Greek
ακρομανής — ἀκρομανής, ές (Α) 1. αυτός πού βρίσκεται στα πρόθυρα τής παραφροσύνης, τής τρέλας 2. κάπως τρελός, τρελούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + μανής < ἐμάνην < μαίνομαι] … Dictionary of Greek
αληθομανής — ές αυτός που επιθυμεί ή αναζητεί την αλήθεια με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + μανής < εμάνην, μαίνομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αληθομανία] … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek
men-3 — men 3 English meaning: to think, mind; spiritual activity Deutsche Übersetzung: “denken, geistig erregt sein” Note: extended menǝ : mnü and mnē , menēi : menī Material: O.Ind. mányatē “denkt”, Av. mainyeite ds., ap.… … Proto-Indo-European etymological dictionary