-
1 εμφύλιος
-
2 ἐμφύλιος
-
3 ἐμφύλιος
1 of one's own kin ἥρως ὅτι ἐμφύλιον αἷμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς i. e. Ixion, by the murder of his father in law, Deioneus P. 2.32 -
4 ἐμφύλιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφύλιος
-
5 ἔμφυλος
A in the tribe, i. e. of the same tribe or race,ἀνὴρ ἔμφυλος Od. 15.273
; ἐμφύλιοι kinsfolk, S.Ant. 1264 (lyr.), Pl.Lg. 871a; ἐμφύλιον αἷμα the guilt of kindred blood, i. e. the murder of a kinsman, Pi. P.2.32, Pl.R. 565e, cf. S.OT 1406;τοὔμφυλον αἷμα Id.OC 407
; ; ἔμφυλοι παρ' ἑκατέροις registered in a tribe, GDI5040.15 ([place name] Hierapytna).2 γῆ ἐμφύλιος one's native land, S.OC 1385.II in or among one's people or family,μάχα Alc.Supp.23.11
; ἔμφυλος στάσις intestine discord, Sol. 4.19, Hdt.8.3, Democr.249;Ἄρης ἐμφύλιος A.Eu. 863
;μάχη Theoc. 22.200
;πόλεμος Plb.1.65.2
, cf. Plu.Pomp.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμφυλος
-
6 εμφυλίως
-
7 ἐμφυλίως
-
8 εμφύλιον
-
9 ἐμφύλιον
-
10 εμφυλίοις
-
11 ἐμφυλίοις
-
12 εμφυλίου
-
13 ἐμφυλίου
-
14 εμφυλίους
-
15 ἐμφυλίους
-
16 εμφυλίω
-
17 ἐμφυλίῳ
-
18 εμφυλίωι
-
19 ἐμφυλίωι
-
20 εμφυλίων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐμφύλιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
εμφύλιος — α, ο 1. που γίνεται μεταξύ ομοφύλων. 2. το αρσ. ως ουσ., εμφύλιος (ενν. πόλεμος), ένοπλος αγώνας μεταξύ δύο αντίπαλων παρατάξεων, που γίνεται στο ίδιο κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμφυλίως — ἐμφύλιος adverbial ἐμφύλιος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύλιον — ἐμφύλιος masc/fem acc sg ἐμφύλιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
ἐμφυλίοις — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίου — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίους — ἐμφύλιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίων — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίῳ — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)