-
1 civil war
((a) war between citizens of the same state: the American Civil War.) εμφύλιος πόλεμος -
2 Civil
adj.Of a city or state: P. πολιτικός.Charming: Ar. and P. ἀστεῖος, χαρίεις.Civil suit: P. and V. δίκη, ἡ.Civil rights: P. ἐπιτιμία, ἡ.Internecine: P. and V. οἰκεῖος, V. ἐμφύλιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Civil
-
3 Clan
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clan
-
4 Domestic
adj.Private: P. and V. ἴδιος, οἰκεῖος.Pertaining to a household: P. and V. οἰκεῖος. V. ἐφέστιος.Opposed to foreign: P. and V. οἰκεῖος, V. ἐμφύλιος, ἔμφυλος, ἐγγενής.Domestic fowl, subs.: V. ἐνοίκιος ὄρνις. ὁ or ἡ.Domestic economy: P. ἡ οἰκονομική.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Domestic
-
5 Internal
adj.P. and V. ὁ ἐντός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Internal
-
6 Internecine
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Internecine
-
7 Intestine
adj.Civil, internecine: P. and V. οἰκεῖος, V. ἐμφύλιος, ἔμφυλος, ἐγγενής.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Intestine
См. также в других словарях:
ἐμφύλιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
εμφύλιος — α, ο 1. που γίνεται μεταξύ ομοφύλων. 2. το αρσ. ως ουσ., εμφύλιος (ενν. πόλεμος), ένοπλος αγώνας μεταξύ δύο αντίπαλων παρατάξεων, που γίνεται στο ίδιο κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμφυλίως — ἐμφύλιος adverbial ἐμφύλιος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύλιον — ἐμφύλιος masc/fem acc sg ἐμφύλιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
ἐμφυλίοις — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίου — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίους — ἐμφύλιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίων — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίῳ — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)