-
21 εμφατικωτάτω
-
22 ἐμφατικωτάτῳ
-
23 εμφατικωτέραν
-
24 ἐμφατικωτέραν
-
25 εμφατικώ
-
26 ἐμφατικῷ
-
27 εμφατικώς
-
28 ἐμφατικῶς
-
29 εμφατικάς
-
30 ἐμφατικάς
-
31 εμφατική
-
32 ἐμφατική
-
33 εμφατικήν
-
34 ἐμφατικήν
-
35 εμφατικώτερα
-
36 ἐμφατικώτερα
-
37 ἐμφαντικός
A expressive, indicative, τινός of a thing, Ph.1.149, Plu.2.747e, 1010c, Demetr. Eloc. 283, A.D.Pron.8.9, etc.;τῆς δικαιοσύνης -ωτάτη ἡ πεντάς Theol.Ar.27
: abs., expressive, vivid,παράκλησις Plb.18.23.2
, cf. Plu.2.1009e ([comp] Comp.), Ph.1.302 ([comp] Sup.). Adv. - κῶς vividly, forcibly, of a painter, Plu.Arat.32;ἐ. γράφεσθαι Plb.12.25g
.2;τρανοῦν Ph.2.140
: [comp] Comp.- ώτερον Plb.12.27.10
: [comp] Sup.- ώτατα Ph.1.50
: also - κῶς τοῦ κινδύνου setting forth the danger clearly, Plb.11.12.1.-- ἐμφατικός (q. v.) is a common v.l.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφαντικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εμφατικός — ή, ό (AM ἐμφατικός, ή, όν) αυτός που εκφέρεται με έμφαση, εκφραστικός, εμφαντικός. επίρρ... ἐμφατικώς, ά με έμφαση, εκφραστικά, εμφαντικώς* … Dictionary of Greek
εμφατικός — ή, ό βλ. εμφαντικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμφατικά — ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc pl ἐμφατικά̱ , ἐμφατικός forcible fem nom/voc/acc dual ἐμφατικά̱ , ἐμφατικός forcible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικώτερον — ἐμφατικός forcible adverbial comp ἐμφατικός forcible masc acc comp sg ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικόν — ἐμφατικός forcible masc acc sg ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικώτατα — ἐμφατικός forcible adverbial superl ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικώτατον — ἐμφατικός forcible masc acc superl sg ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικαί — ἐμφατικός forcible fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικωτάτῳ — ἐμφατικός forcible masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικῆς — ἐμφατικός forcible fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατική — ἐμφατικός forcible fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)