-
1 ἐμφατικός
A forcible, expressive, Phld.Rh.1.326S.: [comp] Comp., Demetr.Eloc.51. Adv.- κῶς Phld.Po.5.1425.29
, Gal.17(1).826: [comp] Comp.- ώτερον Hsch.
(Freq. f. l. for ἐμφαντικός, as A.D.Adv.131.23: so in Adv.- κῶς S.E.M.1.194
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφατικός
-
2 εμφατικός
emphaticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εμφατικός
-
3 εμφατικά
ἐμφατικόςforcible: neut nom /voc /acc plἐμφατικά̱, ἐμφατικόςforcible: fem nom /voc /acc dualἐμφατικά̱, ἐμφατικόςforcible: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 ἐμφατικά
ἐμφατικόςforcible: neut nom /voc /acc plἐμφατικά̱, ἐμφατικόςforcible: fem nom /voc /acc dualἐμφατικά̱, ἐμφατικόςforcible: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 εμφατικώτερον
ἐμφατικόςforcible: adverbial compἐμφατικόςforcible: masc acc comp sgἐμφατικόςforcible: neut nom /voc /acc comp sg -
6 ἐμφατικώτερον
ἐμφατικόςforcible: adverbial compἐμφατικόςforcible: masc acc comp sgἐμφατικόςforcible: neut nom /voc /acc comp sg -
7 εμφατικωτέρα
ἐμφατικωτέρᾱ, ἐμφατικόςforcible: fem nom /voc /acc comp dualἐμφατικωτέρᾱ, ἐμφατικόςforcible: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
8 ἐμφατικωτέρα
ἐμφατικωτέρᾱ, ἐμφατικόςforcible: fem nom /voc /acc comp dualἐμφατικωτέρᾱ, ἐμφατικόςforcible: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
9 εμφατικωτέρας
ἐμφατικωτέρᾱς, ἐμφατικόςforcible: fem acc comp plἐμφατικωτέρᾱς, ἐμφατικόςforcible: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
10 ἐμφατικωτέρας
ἐμφατικωτέρᾱς, ἐμφατικόςforcible: fem acc comp plἐμφατικωτέρᾱς, ἐμφατικόςforcible: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
11 εμφατικόν
-
12 ἐμφατικόν
-
13 εμφατικώτατα
-
14 ἐμφατικώτατα
-
15 εμφατικώτατον
ἐμφατικόςforcible: masc acc superl sgἐμφατικόςforcible: neut nom /voc /acc superl sg -
16 ἐμφατικώτατον
ἐμφατικόςforcible: masc acc superl sgἐμφατικόςforcible: neut nom /voc /acc superl sg -
17 εμφατικής
-
18 ἐμφατικῆς
-
19 εμφατικαί
-
20 ἐμφατικαί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εμφατικός — ή, ό (AM ἐμφατικός, ή, όν) αυτός που εκφέρεται με έμφαση, εκφραστικός, εμφαντικός. επίρρ... ἐμφατικώς, ά με έμφαση, εκφραστικά, εμφαντικώς* … Dictionary of Greek
εμφατικός — ή, ό βλ. εμφαντικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμφατικά — ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc pl ἐμφατικά̱ , ἐμφατικός forcible fem nom/voc/acc dual ἐμφατικά̱ , ἐμφατικός forcible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικώτερον — ἐμφατικός forcible adverbial comp ἐμφατικός forcible masc acc comp sg ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικόν — ἐμφατικός forcible masc acc sg ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικώτατα — ἐμφατικός forcible adverbial superl ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικώτατον — ἐμφατικός forcible masc acc superl sg ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικαί — ἐμφατικός forcible fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικωτάτῳ — ἐμφατικός forcible masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικῆς — ἐμφατικός forcible fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατική — ἐμφατικός forcible fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)