Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐμφατικός

См. также в других словарях:

  • εμφατικός — ή, ό (AM ἐμφατικός, ή, όν) αυτός που εκφέρεται με έμφαση, εκφραστικός, εμφαντικός. επίρρ... ἐμφατικώς, ά με έμφαση, εκφραστικά, εμφαντικώς* …   Dictionary of Greek

  • εμφατικός — ή, ό βλ. εμφαντικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμφατικά — ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc pl ἐμφατικά̱ , ἐμφατικός forcible fem nom/voc/acc dual ἐμφατικά̱ , ἐμφατικός forcible fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφατικώτερον — ἐμφατικός forcible adverbial comp ἐμφατικός forcible masc acc comp sg ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφατικόν — ἐμφατικός forcible masc acc sg ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφατικώτατα — ἐμφατικός forcible adverbial superl ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφατικώτατον — ἐμφατικός forcible masc acc superl sg ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφατικαί — ἐμφατικός forcible fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφατικωτάτῳ — ἐμφατικός forcible masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφατικῆς — ἐμφατικός forcible fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφατική — ἐμφατικός forcible fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»