-
1 ἐμπυτιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπυτιάζω
-
2 ἐμπῡτιάζω
ἐμ-πῡτιάζω, die Milch worin (durch Lab) gerinnen lassen; pass. gerinnen -
3 εμπυτιασθέν
-
4 ἐμπυτιασθέν
-
5 εμπυτιασθέντος
-
6 ἐμπυτιασθέντος
См. также в других словарях:
εμπυτιάζω — και πυτιάζω (Α ἐμπυτιάζω) πήζω γάλα με πυτιά, ρίχνω πυτιά μέσα στο γάλα για να παρασκευάσω τυρί ή γιαούρτι, πήζω … Dictionary of Greek
ἐμπυτιασθέν — ἐμπυτιάζω curdle with rennet aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυτιασθέντος — ἐμπυτιάζω curdle with rennet aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)