-
1 εμπρόθεσμος
-
2 ἐμπρόθεσμος
-
3 εμπροθεσμος
2заранее назначенный или приуроченный к определенному сроку(δίκαι καὴ ἀγῶνες Plut.)
ἐψηφίσαντο ἡμᾶς ἐμπροθέσμους ἐκπέμπειν ἐκ τῆς νήσου Luc. — они постановили, чтобы мы к определенному сроку ушли с острова -
4 ἐμπρόθεσμος
ἐμπρόθεσμος, ον,A within or before the stated time, opp.ἐκπρόθ., πένθος Ph.2.170
;Χρόνος Sor.1.33
;ἀγῶνες Plu.2.502a
; ἐμπρόθεσμόν (v.l. -μως)τινα πέμπειν Luc.VH2.27
. Adv.- μως Ph.2.532
, Sch.Ar.Eq. 392, POxy.61.12 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπρόθεσμος
-
5 εμπρόθεσμος
-
6 ἐμπρόθεσμος
ἐμ-πρό-θεσμος, innerhalb einer festgesetzten Zeit, eines gewissen Termins -
7 εμπρόθεσμος
vadesi dolmamış -
8 своевременный
своевременный έγκαιρος* εμπρόθεσμος (β срок)' επίκαιρος (актуальный)* * *έγκαιρος; εμπρόθεσμος ( в срок); επίκαιρος ( актуальный) -
9 εμπροθέσμως
-
10 ἐμπροθέσμως
-
11 εμπρόθεσμον
-
12 ἐμπρόθεσμον
-
13 εμπροθέσμοις
-
14 ἐμπροθέσμοις
-
15 εμπροθέσμου
-
16 ἐμπροθέσμου
-
17 εμπροθέσμους
-
18 ἐμπροθέσμους
-
19 εμπροθέσμω
-
20 ἐμπροθέσμῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐμπρόθεσμος — within masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπρόθεσμος — η, ο (AM ἐμπρόθεσμος, ον) αυτός που γίνεται μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, σε ορισμένη προθεσμία. (Επίρρ.) εμπροθέσμως, α μέσα στην ορισμένη προθεσμία, έγκαιρα … Dictionary of Greek
εμπρόθεσμος — η, ο επίρρ. α 1. που γίνεται σε ορισμένη προθεσμία (αντίθ. εκπρόθεσμος), έγκαιρος: Εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης. 2. που αξιώνει ή εκτελεί κάτι σε ορισμένα χρονικά όρια: Είμαι εμπρόθεσμος και γι αυτό δε θα πληρώσω πρόστιμο για τη συναλλαγματική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπροθέσμως — ἐμπρόθεσμος within adverbial ἐμπρόθεσμος within masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρόθεσμον — ἐμπρόθεσμος within masc/fem acc sg ἐμπρόθεσμος within neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροθέσμοις — ἐμπρόθεσμος within masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροθέσμου — ἐμπρόθεσμος within masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροθέσμους — ἐμπρόθεσμος within masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροθέσμῳ — ἐμπρόθεσμος within masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρόθεσμοι — ἐμπρόθεσμος within masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek