-
1 εμπρησμός
-
2 ἐμπρησμός
-
3 εμπρησμος
-
4 εμπρησμός
ο поджог -
5 εμπρησμός
[эмбризмос] ουσ α поджог. -
6 ἐμπρησμός
ἐμ-πρησμός, ὁ, = foreg., SIG679.85 (Magn. Mae., ii B.C.), Plu.2.824e, Gal.9.824, BGU163.6 (ii A.D.); opp. κατακλυσμός, prob. in Ph.2.515.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπρησμός
-
7 εμπρησμός
kundaklama, yakma -
8 εμπρησμός
incendiaire -
9 εμπυρισμος
-
10 ἐμ-πυρισμός
-
11 εμπρησμοίς
-
12 ἐμπρησμοῖς
-
13 εμπρησμού
-
14 ἐμπρησμοῦ
-
15 εμπρησμοί
-
16 ἐμπρησμοί
-
17 εμπρησμούς
-
18 ἐμπρησμούς
-
19 εμπρησμώ
-
20 ἐμπρησμῷ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐμπρησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπρησμός — ο (AM ἐμπρησμός) νεοελλ. εκούσια πυρπόληση που γίνεται σκόπιμα για να προκαλέσει βλάβη ή για εξαπάτηση («εμπρησμός καταστήματος») αρχ. μσν. πυρπόληση, πυρκαγιά, κατάκαυση … Dictionary of Greek
εμπρησμός — ο 1. πυρπόληση πράγματος. 2. η πυρκαγιά που προκαλείται εκούσια, από την οποία μπορεί να κινδυνέψουν ξένα πράγματα ή άνθρωποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπρησμοῖς — ἐμπρησμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμοί — ἐμπρησμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμοῦ — ἐμπρησμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμούς — ἐμπρησμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμῶν — ἐμπρησμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμῷ — ἐμπρησμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμόν — ἐμπρησμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεμπρησμός — ο 1. εμπρησμός που γίνεται για αντεκδίκηση σε βάρος εμπρηστών 2. εμπρησμός σε μια περιορισμένη έκταση για να παρεμποδιστεί η εξάπλωση πυρκαγιάς «εν εξελίξει» … Dictionary of Greek