-
1 incendiaire
εμπρησμός -
2 поджигание
1. (вызывание горения) η ανάφλεξη 2. (поджог) о εμπρησμός, η πυρπόληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поджигание
-
3 поджог
ο εμπρησμός, η πυρπόληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поджог
-
4 поджог
поджогм ὁ ἐμπρησμός, ἡ πυρπόληση[-ις]. τό κάψιμο[ν]. -
5 arson
(the crime of setting fire to (a building etc) on purpose.) εμπρησμός -
6 поджигание
-я ουδ.κάψιμο, πυρπόληση, εμπρησμός. || άναμμα, φλογισμός. -
7 поджог
-а α.εμπρησμός•поджог рейхстага ο ε-πρησμός του Ράιχσταγ.
-
8 yakılma
κάψιμο, εμπρησμός
См. также в других словарях:
ἐμπρησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπρησμός — ο (AM ἐμπρησμός) νεοελλ. εκούσια πυρπόληση που γίνεται σκόπιμα για να προκαλέσει βλάβη ή για εξαπάτηση («εμπρησμός καταστήματος») αρχ. μσν. πυρπόληση, πυρκαγιά, κατάκαυση … Dictionary of Greek
εμπρησμός — ο 1. πυρπόληση πράγματος. 2. η πυρκαγιά που προκαλείται εκούσια, από την οποία μπορεί να κινδυνέψουν ξένα πράγματα ή άνθρωποι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπρησμοῖς — ἐμπρησμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμοί — ἐμπρησμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμοῦ — ἐμπρησμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμούς — ἐμπρησμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμῶν — ἐμπρησμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμῷ — ἐμπρησμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρησμόν — ἐμπρησμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεμπρησμός — ο 1. εμπρησμός που γίνεται για αντεκδίκηση σε βάρος εμπρηστών 2. εμπρησμός σε μια περιορισμένη έκταση για να παρεμποδιστεί η εξάπλωση πυρκαγιάς «εν εξελίξει» … Dictionary of Greek