-
1 εμποικιλλω
( в или на чем-л.) расписыватьταινία νίκας ἐμπεποικιλμένας ἔχουσα Plut. — лента, украшенная изображением побед
См. также в других словарях:
εμποικίλλω — ἐμποικίλλω (Α) ενυφαίνω ή κεντώ εντός, στολίζω («ἄνθη ἐνεπεποίκιλτο» είχαν υφανθεί ή κεντηθεί μέσα άνθη, Πολυδ.) … Dictionary of Greek