Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐμποδιστής

См. также в других словарях:

  • ἐμποδιστής — hinderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμποδιστής — ο (AM ἐμποδιστής) αυτός που εμποδίζει («σὺ τῆς τύχης σου, υἱέ, ἐμποδιστής ἐγένου», Διγ. Ακρ.) νεοελλ. (αθλητ.) ο αθλητής που ασχολείται ειδικά με το άθλημα δρόμος μετ εμποδίων …   Dictionary of Greek

  • εμποδιστής — ο αθλητής δρόμου με εμπόδια: Θα τρέξουν τώρα οι εμποδιστές των 400 μ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμποδισταῖς — ἐμποδιστής hinderer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιστοῦ — ἐμποδιστής hinderer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιστήν — ἐμποδιστής hinderer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՓԱՆԵՑՈՒՑԻՉ — ( ) NBH 1 0936 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 10c, 12c ա. ԽԱՓԱՆԵՑՈՒՑԻՉ ԽԱՓԱՆԻՉ. ἑμποδίστης, ἑμποδίζων qui impedimento est. Որ խափանէ. խափան. արգել. խոչընդոտն. դադարեցուցիչ. *Զի մի՛ խափանեցուցիչ առ ծալմունսն գոլով՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽԱՓԱՆԻՉ — (նչի, չաց.) NBH 1 0936 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 10c, 12c ա. ԽԱՓԱՆԵՑՈՒՑԻՉ ԽԱՓԱՆԻՉ. ἑμποδίστης, ἑμποδίζων qui impedimento est. Որ խափանէ. խափան. արգել. խոչընդոտն. դադարեցուցիչ. *Զի մի՛ խափանեցուցիչ առ ծալմունսն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»