-
1 εμποδιστού
-
2 ἐμποδιστοῦ
См. также в других словарях:
ἐμποδιστοῦ — ἐμποδιστής hinderer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμποδιστού
2 ἐμποδιστοῦ
ἐμποδιστοῦ — ἐμποδιστής hinderer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)