Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐμπείρω

См. также в других словарях:

  • εμπείρω — ἐμπείρω (AM) μπήγω, διαπερνώ …   Dictionary of Greek

  • εμπειρώ — ἐμπειρῶ ( έω) (Α) έχω γνώση ενός πράγματος …   Dictionary of Greek

  • ἐμπειρῶ — ἐμπειράομαι make trial of pres imperat mp 2nd sg ἐμπειράομαι make trial of imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἐμπειράζω to make an attempt on fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐμπειρέω to be experienced in pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπείρω — ἔμπειρος experienced masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔμπειρος experienced masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπείρῳ — ἔμπειρος experienced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεμπείρω — (Α) διατρυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐμπείρω «διαπερνώ»] …   Dictionary of Greek

  • προεμπείρω — Α διαπερνώ προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμπείρω «μπήγω, διαπερνώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσεμπείρω — Μ διαπερνώ, διατρυπώ επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπείρω «διαπερνώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεμπείρω — Μ διατρυπώ μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμπείρω «διατρυπώ, διαπερνώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»