-
1 εμπεδώσει
ἐμπέδωσιςmaking good: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐμπεδώσεϊ, ἐμπέδωσιςmaking good: fem dat sg (epic)ἐμπέδωσιςmaking good: fem dat sg (attic ionic)ἐμπεδόωconfirm: aor subj act 3rd sg (epic)ἐμπεδόωconfirm: fut ind mid 2nd sgἐμπεδόωconfirm: fut ind act 3rd sg -
2 ἐμπεδώσει
ἐμπέδωσιςmaking good: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐμπεδώσεϊ, ἐμπέδωσιςmaking good: fem dat sg (epic)ἐμπέδωσιςmaking good: fem dat sg (attic ionic)ἐμπεδόωconfirm: aor subj act 3rd sg (epic)ἐμπεδόωconfirm: fut ind mid 2nd sgἐμπεδόωconfirm: fut ind act 3rd sg -
3 ὁρκ-ωμόσιος
ὁρκ-ωμόσιος, das Schwören eines Eides betreffend, wohl nur im neutr. τὸ ὁρκ., der Eid, ὅπως τὰ ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις ἐμπεδώσει, Plat. Phaedr. 241 a; auch Critia. 120 b, ἐπὶ τὰ τῶν ὁρκωμοσιῶν καύματα χαμαὶ καϑίζοντες, scheint mit cod. Vat. ὁρκωμοσίων zu schreiben u. darunter die Eidesopfer zu verstehen, wie τὰ ὁρκωμόσια gebraucht ist Plut. Thes. 26.
См. также в других словарях:
ἐμπεδώσει — ἐμπέδωσις making good fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμπεδώσεϊ , ἐμπέδωσις making good fem dat sg (epic) ἐμπέδωσις making good fem dat sg (attic ionic) ἐμπεδόω confirm aor subj act 3rd sg (epic) ἐμπεδόω confirm fut ind mid 2nd sg ἐμπεδόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… … Dictionary of Greek
διαβάζω — διάβασα, διαβάστηκα, διαβασμένος 1. γνωρίζω ανάγνωση: Έμαθε να διαβάζει στο δημοτικό. 2. μελετώ με προσεχτική ανάγνωση: Χρειάζεται πολύ διάβασμα, για να περάσει κανείς στο πανεπιστήμιο. 3. βοηθώ κάποιον να εμπεδώσει αυτό που διαβάζει, τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλλιάζω — μάλλιασα, μαλλιασμένος 1. αμτβ., βγάζω τρίχες, βγάζω μαλλί: Το πουλόβερ μάλλιασε. 2. φρ., «Μαλλιάζει η γλώσσα μου», για κάτι που επαναλαμβάνουμε πολλές φορές ώστε να το εμπεδώσει κάποιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)