Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁρκωμοσίων

См. также в других словарях:

  • ὁρκωμοσιῶν — ὁρκωμοσία swearing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσίων — ὁρκωμόσια asseverations on oath neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»