-
1 ορκωμοσιών
-
2 ὁρκωμοσιῶν
-
3 ορκωμοσίων
-
4 ὁρκωμοσίων
-
5 ὁρκ-ωμόσιος
ὁρκ-ωμόσιος, das Schwören eines Eides betreffend, wohl nur im neutr. τὸ ὁρκ., der Eid, ὅπως τὰ ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις ἐμπεδώσει, Plat. Phaedr. 241 a; auch Critia. 120 b, ἐπὶ τὰ τῶν ὁρκωμοσιῶν καύματα χαμαὶ καϑίζοντες, scheint mit cod. Vat. ὁρκωμοσίων zu schreiben u. darunter die Eidesopfer zu verstehen, wie τὰ ὁρκωμόσια gebraucht ist Plut. Thes. 26.
См. также в других словарях:
ὁρκωμοσιῶν — ὁρκωμοσία swearing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκωμοσίων — ὁρκωμόσια asseverations on oath neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ … Dictionary of Greek