-
1 ἐμφράσσω
ἐμ-φράσσω, [dialect] Att. [suff] ἔμ-ττω, [tense] pf. ἐμπέφρᾰκα Sch.Ar.Nu. 1240: [tense] fut. [voice] Pass.A- φραχθήσομαι LXXMi.5.1
(4.14): [tense] aor. 2 part. [voice] Pass.ἐμφρᾰγείς Ph.Fr.41
H.:— bar a passage, stop up, block up,τὸ μεταξύ Th.7.34
;τοὺς ἔσπλους Id.4.8
;ἐ. συγκλείουσά τε Pl.Ti. 71c
;ἐ. τὸ στόμα D.19.208
;ἐ. τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Lycurg.124
.2 bar the passage of, stop,τὰς κατὰ σοῦ τιμωρίας Aeschin.3.223
;πᾶσαν παρείσδυσιν Epicur.Sent. Vat.47
( = Mctrod.49);τὰς βοηθείας D.S.14.56
;τὴν περὶ τὰ αὶσθητήρια ἀκρίβειαν Ph.1.246
;τὴν φωνήν Plu.2.606d
.3 [voice] Med. in act. sense, Nic.Al. 191.II stuff in, φύλλα εἰς τὰς ὀπάς (v.l. φύλλοις τὰς ὀ.) Gp.13.5.3; τινί τι v.l. in Nic.Th.79 ([voice] Med.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφράσσω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский