Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐμμέτρως

См. также в других словарях:

  • ἐμμέτρως — ἔμμετρος in measure adverbial ἔμμετρος in measure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CREBRATA Tela — apud Plin. l. 11. c. 24. ubi de aranearum teils, Quam non ad haec videtur pertinere crebratae pexitas telae et quadam politurae arte, per se tenax ratio tramae: est tela dense texta et multô subtemine farta, quae res pexitatem floccorum facit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταλογάδην — (AM καταλογάδην) επίρρ. (για ομιλία, απαγγελία ή γράψιμο) όπως μιλάει ή όπως συζητάει κανείς, σε αντιδιαστολή προς τους όρους «έμμέτρως» ή «μετά μέτρου» ή «με μέτρο». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λογ άδ ην (< λογάς < λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μετρηδόν — (Α) επίρρ. 1. με μέτρο, κατά μέτρο, εμμέτρως 2. βαθμηδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν, σωρ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • μετροσύνθετος — μετροσύνθετος, ον (Μ) αυτός που έχει συντεθεί εμμέτρως («μετροσύνθετος γραφή», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + σύνθετος] …   Dictionary of Greek

  • μετρόκροτος — μετρόκροτος, ον (Μ) αυτός που έχει γραφεί εμμέτρως («μετρόκροτοι γραφαί», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + κρότος (πρβλ. κωδωνό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • στοίχηση — η / στοίχησις, ήσεως, ΝΑ [στοιχώ] νεοελλ. σχηματισμός σε ευθεία γραμμή αρχ. η κατά τη μετρική τάξη διάταξη ποιητικού κειμένου σε στίχους («τινὰ ποιήματα οὐ μόνον ἐμμέτρως γέγραπται, ἀλλὰ καὶ μετὰ μέλους διὸ καὶ οὐδ ὁ στίχος κεῑται ἐν τῇ στοιχήσει …   Dictionary of Greek

  • Καλλίνικος, Κωνσταντίνος — (Αλάτσατα Σμύρνης 1870 – 1940). Κληρικός, θεολόγος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και εφημέριος στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη και από το 1904 ως προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»