-
1 εμμετρως
1) соразмерно, сообразно, соответственно(πρός τι Plat.)
2) размеренно, стихами(χρησμῳδεῖν Plut.)
3) надлежащим образомδοκεῖ μοι τῷ Πέλοπι τοὔνομα ἐ. κεῖσθαι Plat. — мне кажется, что Пелопу дано его имя не зря
См. также в других словарях:
χρησμῳδεῖν — χρησμῳδέω deliver oracles pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμωδώ — έω, ΜΑ, και ιων. ασυναίρ. τ. χρησμῳδέω Α [χρησμῳδός] 1. (ιδίως) είμαι χρησμωδός, διατυπώνω χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού 2. (γενικά) δίνω χρησμούς, χρησμοδοτώ 3. (κατά το λεξ. Σουδα) (το απρμφ. ενεστ.) χρησμῳδεῑν «θεολογεῑν» αρχ. παθ.… … Dictionary of Greek