-
1 ἐμμετεωρίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμμετεωρίζομαι
-
2 ἐμμετεωρίζομαι
ἐμ-μετ-εωρίζομαι, τινί, sich worin erheben -
3 εμμετεωρισθείη
-
4 ἐμμετεωρισθείη
-
5 εμμετεωρίζεσθαι
-
6 ἐμμετεωρίζεσθαι
См. также в других словарях:
εμμετεωρίζομαι — ἐμμετεωρίζομαι (Α) αιωρούμαι σε ύψος, στον αέρα … Dictionary of Greek
ἐμμετεωρισθείη — ἐμμετεωρίζομαι to be carried aloft aor opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμετεωρίζεσθαι — ἐμμετεωρίζομαι to be carried aloft pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)