-
1 εμμετεωρισθείη
-
2 ἐμμετεωρισθείη
См. также в других словарях:
ἐμμετεωρισθείη — ἐμμετεωρίζομαι to be carried aloft aor opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμμετεωρισθείη
2 ἐμμετεωρισθείη
ἐμμετεωρισθείη — ἐμμετεωρίζομαι to be carried aloft aor opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)